Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Γιορτινό cheese cake πορτοκάλι



Μ' έπιασαν για καλά οι προκοπές μου τώρα τις γιορτές....

Μόλις ανακάλυψα την απίθανη αυτή συνταγή, τη μετέφρασα και σας τη χαρίζω....
Φαίνεται καταπληκτική... Τις επόμενες μέρες θα τη δοκιμάσω και τότε θα έχω και τα πειστήρια της νοικοκυροσύνης μου.....


ΤΖΗΖ ΚΕΗΚ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

ΥΛΙΚΑ (για μια φόρμα διαμέτρου 22 εκατ.)
250 γραμ. τυρί ρικότα
250 γραμ. τυρί μασκαρπόνε
120 γραμ. ζάχαρη
3 αυγά
1 πορτοκάλι (χυμός και φλούδα)
4 κουταλιές της σούπας μαρμελάδα πορτοκάλι
1 κουταλάκι άνθος αραβοσίτου


ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΗ
Υλικά
150 γραμμ. μπισκότα σοκολάτας
70 γραμ. βούτυρο

Θρυματίζουμε τα μπισκότα σοκολάτας και ανακατεύουμε με το βούτυρο. Στρώνουμε το μείγμα αυτό στον πάτο της φόρμα μας.
Το αφήνουμε στο ψυγείο 30 λεπτά.
Χτυπάμε τους κρόκους, με τη ζάχαρη. Προσθέτουμε το ρικότα, το μασκαρπόνε, το χυμό και το φλούδι πορτοκαλιού, το άνθος αραβοσίτου και χτυπάμε καλά.
Χτυπάμε μαρέγκα τα ασπράδια και τα προσθέτουμε αναμειγνύοντας απαλά από κάτω προς τα πάνω.
Βάζουμε το μείγμα αυτό μέσα στη φόρμα μας.
Ψήνουμε 50-60 λεπτά στους 160 βαθμούς. Αφήνουμε το τζηζ κέηκ στο φουρνο μέχρι να κρυώσει.
Βαζουμε στο ψυγείο για τουλάχιστον 3 ώρες.
Απλώνουμε μια λεπτή στρώση μαρμελάδας πορτοκάλι όταν το βγάλουμε από το ψυγείο και το διακοσμούμε με σοκολάτα και φέτες πορτοκάλι



                      


http://www.recette-gateau.eu/cheesecake-lorange/

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Καλά Χριστούγεννα με υπέροχο σοκολατένιο Buche de Noel


Αγαπημένοι μου, Καλά γλυκά Χριστούγεννα !
Θέλω με γλύκα να σας ευχηθώ τα καλύτερα και τι άλλο, πιο καλό, από ένα μιαμ μιαμ χριστουγεννιάτικο γλυκό που λιώνει στο στόμα; Τόσο ωραίο που δεν μπορείς να το περιγράψεις αλλά μόνο να το γεύεσαι μισοκλείνοντας τα μάτια και κάνοντας το απαραίτητο μμμμμμμμμ.......
Σε παλιά μαγικά κιτάπια γεμάτα απ' τη χρυσόσκονη ευτυχισμένων χρόνων ανακάλυψα την αυθεντική γαλλική συνταγή για το περίφημο Buche de Noel, τον σοκολατένιο κορμό, που θεωρείται το εθνικό γλυκό των Χριστουγέννων στη χώρα του Λουδοβίκου ΙΔ΄και του Ναπολέοντα....
Είναι ένα γλυκό που στολίζει το τραπέζι, ξετρελλαίνει με την απαλή γεύση σοκολάτας, πραγματικά αφρού, και σαντιγύ και μπορούμε να το στολίσουμε με διάφορα χριστουγεννιάτικα μπλιμπλίκια .....
Το Buche de Noel έχει πολύ παλιά και όμορφη ιστορία που αρχίζει κάπου στον 10 αιώνα στη Γαλλία και λέει πως....

"Σύμφωνα με το παλιό γαλλικό έθιμο, την παραμονή των Χριστουγέννων, συνηθιζόταν ο «αφέντης » του σπιτιού να φέρνει στο σπίτι ένα τεράστιο κορμό δέντρου, που ονομαζόταν «κορμός των Χριστουγέννων (Buche de Noel». Ανήμερα τα Χριστούγεννα, το βάζανε στο τζάκι, αφού είχαν προηγηθεί κεράσματα, προσευχές και ράντισμα του κορμού με λάδι, αλάτι και ζεστό κρασί. Λέγεται πως οι στάχτες του κορμού είχαν την ικανότητα να προστατεύουν το σπίτι από τους κεραυνούς και τα «κακά πνεύματα». Η επιλογή του είδους του ξύλου, οι τρόποι ανάμματος και η διάρκεια της καύσης αποτελούσαν μία πραγματική τελετή, η οποία διέφερε από περιοχή σε περιοχή.
Ο κορμός των Χριστουγέννων συγκέντρωνε λοιπόν, όλους τους ενοίκους του σπιτιού, γονείς, παιδιά, προσωπικό, γύρω από την οικογενειακή εστία. Πολλές φορές, κορμοί Χριστουγέννων χαρίζονταν στους φτωχούς την παραμονή έτσι ώστε, ακόμα και στις πιο ταπεινές καλύβες, να αγρυπνούν γύρω από εστίες όπου καίγονταν κούτσουρα οξιάς ή βελανιδιάς. Η πόρτα έμενε ανοιχτή για τους φτωχούς που ζητούσαν μια γωνιά να κουρνιάσουν. Τους πρόσφεραν επίσης μπύρα, μηλίτη, κρασί και μια θέση στο οικογενειακό τραπέζι.
Η καλή γιαγιά διηγούταν ιστορίες και σταματούσε μόνο για να χτυπήσει με το φτυαράκι τα κούτσουρα στο τζάκι και να δυναμώσει τη φωτιά, λέγοντας « Bonne année, bonnes récoltes, autant de gerbes et de gerbillons ». Κι αυτή η φωτιά, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, θα έπρεπε να διαρκέσει τρεις ημέρες. Σε κάποιες περιοχές (Normandie, Lorraine, Bourgogne) ονόμαζαν το ξύλο αυτό και « le tréfeu », = trois feux = τρεις φωτιές.
Με την εξαφάνιση των μεγάλων καμινάδων και τζακιών, στη σύγχρονη Γαλλία, ο κορμός των Χριστουγέννων παραμένει μόνο ως γλυκό, του οποίου το σχήμα θυμίζει κορμό δένδρου και το οποίο συνοδεύει το γεύμα των Χριστουγέννων"

Ας δούμε τη συνταγή που ανακάλυψα, μετέφρασα και σας χαρίζω...
Ξετρελλαθήκαμε μ' αυτήν και την ετοιμάσαμε χτες. Με τη δόση αυτή βγήκαν δυο .... μμμμμμμμμμμ.... κορμοί, άλλο να σας λέω κι άλλο να τους δοκιμάζετε !!!
Η λεπτή γεύση του είναι αποτέλεσμα των αγνών υλικών του αλλά και της υπομονής με την οποία θα το φτιάξετε... Και ούτε λόγος φυσικά να βάλουμε μερέντα αντί για κρέμα σοκολάτα...Η το κάνουμε σωστά ή ας μην το κάνουμε καθόλου !!!
Οι θερμιδόφοβοι βέβαια ας απέχουν από τέτοιους πειρασμούς γιατί είναι από τα γλυκά που δεν σταματάς ποτέ στο ένα κομμάτι....
Αυτό είναι λοιπόν το γλυκό μας



BUCHE DE NOEL - Κορμός Χριστουγέννων

Υλικά για το παντεσπάνι
6 κρόκοι αυγού
50 γρ ζάχαρη
3 ασπράδια αυγού
35 γρ ζάχαρη
55 γρ αλεύρι κοκκινισμένο

Υλικά για την κρέμα σοκολάτα
500 γρ κουβερτούρα τεμαχισμένη
500 γρ κρέμα γάλακτος
250 γρ γάλα

Για τη διακόσμηση τρίμα λευκής σοκολάτας (προαιρετικό)

Προετοιμασία
Για το παντεσπάνι
Χτυπάμε τους κρόκους μαζί με τα 50 γρ. ζάχαρη έως ότου ασπρίσουν. Χτυπάμε τα ασπράδια μαζί με τα 35 γρ. ζάχαρη μέχρι να γίνουν σφιχτή μαρέγκα. Παίρνουμε το 1/3 από τη μαρέγκα και την ανακατεύουμε με το μείγμα των κρόκων. Ρίχνουμε σιγά-σιγά το αλεύρι ανακατεύοντας. Προσθέτουμε και την υπόλοιπη μαρέγκα και ανακατεύουμε απαλά. Απλώνουμε το μείγμα αυτό πάνω σε μία λαδόκολλα και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 160-180οC για 12-15 λεπτά έως ότου πάρει ένα χρυσαφί χρώμα. Βγάζουμε από το φούρνο και αφήνουμε να κρυώσει. Το αναποδογυρίζουμε σε μία άλλη λαδόκολλα.

Για την κρέμα σοκολάτα:
Βάζουμε το γάλα σε μία κατσαρόλα. Όταν πάρει βράση το αδειάζουμε πάνω στην τεμαχισμένη κουβερτούρα που έχουμε σε ένα άλλο σκεύος. Αναμειγνύουμε καλά αρκετή ώρα ώστε να γίνει ομοιογενές το μείγμα μας και προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος. Ανακατεύουμε απαλά με μαλακή σπάτουλα. Αφήνουμε στο ψυγείο για 1 ώρα περίπου έως ότου η κρέμα σταθεροποιηθεί.
Οταν κρυώσει καλά απλώνουμε τη μισή από την κρέμα πάνω από το παντεσπάνι. Το τυλίγουμε σε ρολό και το τοποθετούμε πάνω σε μία πιατέλα. Απλώνουμε την υπόλοιπη κρέμα σοκολάτα με μία σπάτουλα και καλύπτουμε όλη την υπόλοιπη επιφάνεια του κορμού προσέχοντας να του δώσουμε σχήμα χαράζοντας γραμμούλες με το πηρούνι. 
Εάν θέλουμε, μπορούμε πριν σερβίρουμε, να γαρνίρουμε τον κορμό με τα ρινίσματα της άσπρης σοκολάτας και φυσικά να βάλουμε διάφορα χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά που μπορούμε να βρούμε έτοιμα.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 


                                

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΧριστουγεννοΠρωτοχρονιές και Θεοφάνιση

Μέρος Α΄

Οι ΧριστουγεννοΠρωτοχρονιές και η Θεοφάνιση είναι η πιο ωραία εποχή του έτους κατά την οποία πρώτα είναι τα Χριστούγεννα όπου γεννήθηκε ο Χριστούλης δηλαδή τότε έχει τα γενέθλιά του και μετά λίγες μέρες έρχεται και η Πρωτοχρονιά που τότε έρχεται ο Αγιος Βασίλης και μας φέρνει δώρα τη νύχτα αλλά δεν τον βλέπουμε ποτέ και γιορτάζει και η μαμά μου και γίνεται γλέντι τρικούβερτο στο σπίτι μας και στο τέλος έρχεται και η Θεοφάνιση όπου εκεί πέρα τα μπερδεύω τελείως γιατί είναι τα βαφτίσια του Χριστούλη και ο Θεός στέλνει ένα περιστέρι από πάνω από το Χριστούλη αλλά μετά πάμε σχολείο και δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η Θεοφάνιση.
Τα Χριστούγεννα εμείς στο σπίτι μας φτιάχνουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τον μπαμπά μας που ανεβαίνει στο πατάρι και κατεβάζει εκατό σακούλες και κουτιά και την μεγάλη κουτάρα που έχουμε μέσα το δέντρο και τις μπάλες και τα στολίδια και η γιαγιά μου η Κασσιανή φωνάζει πρόσεχε παιδί μου μη σφηνώσεις εκειμέσα και αυτός της λέει σώπα καλέ μητέρα που θα σφηνώσω και στεκόμαστε όλοι από κάτω να πιάσουμε τα κουτιά και τις σακκούλες και ο παππούς μου ο Δημητράκης περιμένει να πιάσει την κουτάρα με το δέντρο και την πάει στο σαλόνι που εκειπέρα η Μαριέτα μας έχει στρώσει ένα καθαρό σεντόνι για να μην πέσουνε τρίματα στο χαλί λέει αλλά εγώ ξέρω ότι τρίματα κάνουνε μόνο τα ψωμιά και μια φορά που της είπα βρε χαζή το δέντρο δεν είναι ψωμί να κάνει τρίμματα μου είπε έχε χάρη κακομοίρα μου που είναι γιορτάδες μέρες αλλιώς θα σου λεγα εγώ ποια είναι η χαζή. 
Μετά κατεβαίνει και ο μπαμπάς μας από το πατάρι και αρχίζει να ξετυλίγει το δέντρο και η Μαριέττα μας μουρμουράει άντε πάλι κάθε χρόνο με τις αηδίες ίσα για νάχουμε να καθαρίζουμε και το παλιόδεντρο γιατί μάλλον της Μαριέττας μας δεν της αρέσουνε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα αλλά τέλος πάντων δεν της δίνουμε σημασία και όλοι οι άλλοι κάνουμε αααααααα και ωωωωωω και η μαμά μου βάζει την Αγια Νύχτα και το Μικρό Τυμπανιστή στο πικάπ και μόλις τελείωσουνε τα ξαναβάζει και όλοι μαζί τραγουδάμε και είμαστε πολύ χαρούμενοι και κρεμάμε τις μπάλλες στο δέντρο. Μετά ο μπαμπάς μου ανεβαίνει σε μία σκάλα και βάζει το αστέρι πάνω στην κορφή του δέντρου και κρεμάει χρυσή βροχή κι εμείς κρατάμε τη σκάλα από κάτω να μην πέσει και γκρεμοτσακιστεί και η μαμά μας τότε τραγουδάει το Adeste Fideles και η Μαριέττα μας λέει αντέστε να τελειώνουμε πια και καμμιά φορά ο μπαμπάς μου χαζεύει πάνω στη σκάλα τη μαμά μου που τραγουδάει και μετά ο μπαμπάς μου κατεβαίνει από τη σκάλα και πίνουνε με τη μαμά μου και τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τον παππού μου τον Δημητράκη ένα ποτό που το λένε κουαντρώ κι εμείς πίνουμε πορτοκαλάδα και τα λαμπάκια του δέντρου αναβοσβήνουνε και είναι πάρα πολύ ωραία και όλοι καθόμαστε στον καναπέ και οι μεγάλοι λένε και του χρόνου κι εμάς μας παίρνει συνήθως ο ύπνος γιατί είναι πάρα πολύ ωραία που γεννήθηκε ο Χριστούλης και ήτανε τόσο γλυκό μωράκι και μας έφερε τόσο ωραίες γιορτές και καμμιά φορά με παίρνουνε τα κλάμματα από την πολλή ομορφιά και λένε όλοι τι ευαίσθητο που είναι το πουλάκι μου.


Επίσης κοντά στα Χριστούγεννα κάτι κουμπάροι του παππού μας του Δημητράκη που δεν τους έχουμε δει ποτέ αλλά είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι μας στέλνουν στο σπίτι μια τεράστια γαλοπούλα ζωντανή από το χωριό για να τη φάμε τα Χριστούγεννα και γι' αυτό εμείς οι μικροί τους λέμε γαλοπουλοκουμπάρους. Αμα έρχεται αυτή η γαλοπούλα από το χωριό με το ΚΤΕΛ τρέχουνε ο παππούς μου ο Δημητράκης με τον μπαμπά μου να την πάρουνε και τη βάζουνε σε μια αποθηκούλα στον κήπο και την ταϊζουμε με καλαμπόκι κι αυτή κάνει γλου γλου γλου όλη μέρα και ενοχλείται η κυρία Κοκό από δίπλα μας και λέει στη μαμά μου αμάν βρε Βασούλα μου τι πράγμα είν' αυτό με τη γαλοπούλα και η μαμά μου όλο λέει ότι την κάνουνε ρεζίλι με τη γαλοπούλα στην αυλή αλλά μετά μια μέρα η γαλοπούλα σφάζεται μάλλον από μοναχή της γιατί δεν είδαμε ποτέ κανέναν να τη σφάζει και μετά η γιαγιά μου η Κασσιανή βράζει πάρα πολύ νερό σε ένα καζάνι στην αυλή και λέει της Μαριέττας να ξεπουπουλιάσει το πουλί και η Μαριέττα μας που πάντα ακούει τη γιαγιά μου την Κασσιανή λέει μάλιστα  κυρία ανάθεμα την τύχη μου με το βρωμοπούλι κάθε χρόνο.
Επίσης τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας η γιαγιά μου η Κασσιανή και η Μαριέττα μας φτιάχνουν πάρα πολύ ωραία φαγητά και γλυκά λαχανοντολμάδες αυγολέμονο και χοιρινό ρολό με πατάτες και σπανακόπιτα και σούπα και άλλα και δίπλες και μπακλαβά και μετά πέφτουν ξερές από την κούραση και λένε αχ και του χρόνου με υγεία να είμαστε καλά να ξαναφτιάξουμε και άμα τις βλέπουμε αυτές έτσι εγώ και ο αδελφός μου λέμε ότι αυτές είναι ντιπ βλαμμένες αφού τους αρέσει να πέφτουν ξερές από την κούραση. Ομως μετά το σπίτι μας μυρίζει πάρα πολύ ωραία και είναι σαν τον φούρνο της κυρίας Ανθής στην πλατεία κάτω στο Φάρο εκειπέρα που έγινε μετά ο Αλφαβήτα κι εγώ ρώταγα γιατί δεν τον λένε Αλφοβήτο αφού είναι αγόρι αλλά δεν μου απαντάει κανείς. Ετσι ωραία μυρίζει κι αυτός ο φούρνος της κυρίας Ανθής και λέμε με τον αδελφό μου άμα μεγαλώσουμε να ανοίξουμε δικό μας φούρνο και όταν τ' ακούει αυτά η γιαγιά μου η Κασσιανή  πολύ συγχίζεται και λέει κρίμα κρίμα τα λεφτά που ξοδεύουμε στις δασκάλες και στα σχολείο ακούς να θέλουν τα παλιόπαιδα να γίνουν φουρναραίοι.




Αααααααααα ξέχασα να σας πω ότι όλες τις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα η γιαγιά μας η Κασσιανή φτιάχνει και κουραμπιέδες με ανθόνερο και άχνη ζάχαρη κι εμείς κλέβουμε την άχνη και τη φυσάμε ο ένας στα μούτρα του άλλου με τον αδερφό μου και γινόμαστε κάτασπροι και μετά μας χώνουνε στο λουτρό και μας τρίβει γερά η Μαριέττα μας γιατί κολλάμε σα γραμματόσημα όπως λέει η γιαγιά μου η Κασσιανή που κάθεται στην πόρτα να μας χώσει στα μπουρνούζια να μην κρυώσουμε. Μετά η γιαγιά μου η Κασσιανή κάνει και μελομακάρονα που όμως δεν είναι μακαρόνια με μέλι αλλά κάτι καφέ γλυκά με μέλι και καρύδι τριμμένο από πάνω πολύ ωραία και τα βάζουμε στο σαλόνι με πιατέλες που τις βγάζουνε μόνο τις ΧριστούγεννοΠρωτοχρονιές και ο παππούς μου ο Δημητράκης μας λέει προσέξτε καλά εσείς οι μικροί καλλικάντζαροι να μη φάτε τα μελομακάρονα κι εμείς γελάμε πάρα πολύ και τη νύχτα ξυπνάμε και πάμε ξυπόλυτοι στο σαλόνι και κοιτάμε τα γλυκά που είναι σαν βουναλάκια αλλά δεν τα τρώμε γιατί είναι για τους ξένους κι εμείς τρώμε αυτά που είναι στην κουζίνα. 
Οταν τελειώσουνε τα γλυκά πάμε όλοι οικογενειακώς κάτω στην Αθήνα στου Δραγώνα και στο Ατενέ και στο Λαμπρόπουλο και μας παίρνουνε πολύ ωραία ρούχα και παπούτσια από του Μούγερ και η μαμά μου πάει κομμωτήριο στον κύριο Αγγελο που όλο της λέει κεφαλή της θεάς υγείας είναι το κεφάλι σας σερ μαντάμ γιατί η μαμά μου είναι πάρα πολύ όμορφη και ο κύριος Αγγελος είναι πάρα πολύ καλός κύριος και με κουρεύει και μένα τρεις φορές το χρόνο και μου χαμογελάει γλυκά και λέει στη μαμά μου τι θα γίνει αυτό όταν μεγαλώσει να σας ζήσει εξυπνότατο είναι και μου δίνει κάτι ροζ στρογγυλές καραμέλες από το Παρίσι και πολύ τον αγαπάω γιατί μια φορά που του είπα πότε θα φέρετε τα παιδάκια σας να παίξουμε αυτός γέλασε και είπε δεν έχω παιδάκια καλό μου παιδί κι εγώ τον λυπήθηκα πάρα πολύ και του έδωσα ένα μεγάλο φιλί κι αυτός συγκινήθηκε και μου είπε καλό μου παιδί πάντα να σκορπάς γύρω σου τη χαρά κι από τότε τον αγάπησα πιο πολύ και όταν τον έβλεπα μου έλεγε ματμαζέλ το φιλί μου παρακαλώ κι εγώ του το δινα.
Οταν τελειώσουμε πια κι από τον κύριο Αγγελο την άλλη μέρα έχουνε πάντα γιορτή στο Χίλτον για τα παιδάκια αυτωνών που δουλεύουνε μαζί με το μπαμπά μας την κάνουνε στην αίθουσα Τερψιχόρη και μοιράζουνε πολλά δώρα και κάθε χρόνο παίρνω μια πολύ ωραία κούκλα εγώ και ο αδερφός μου παίρνει ένα αυτοκίνητο και μετά πάμε με το αυτοκίνητο να περάσουμε από την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου και το Σύνταγμα να δούμε την Αθήνα που είναι φωτισμένη τη νύχτα και η μαμά μου λέει ότι είναι μαγεία.




Ενα πράμα που μας αρέσει πάρα πολύ τα Χριστούγεννα είναι που βάζουμε τα καινούργια καλά μας ρούχα και πάμε τη νύχτα στην εκκλησία και όλοι οι γείτονές μας πάνε και χαιρετιόμαστε όλοι μαζί και είναι πολύ ωραία και ζεστά εκεί μέσα και λένε ωραίους ύμνους και τις περισσότερες φορές μας παίρνει ο ύπνος στις καρέκλες μας και εμένα μου φαίνεται ότι αυτό το κάνουμε για να πούμε Χάππυ Μπέρθντεϋ στο Χριστούλη που έχει τα γενέθλιά του αλλά όταν το είπα στη δασκάλα μου αυτηνής δεν της άρεσε αυτή η ιδέα αλλά πάλι δεν έβρισκε και λάθος και μου είπε ότι άμα μεγαλώσω θα καταλάβω ότι ο Χριστούλης είναι Θεός και δεν έχει γενέθλια όπως τα παιδάκια. Αλλά αφού ο Χριστούλης γεννήθηκε όπως όλα τα μωράκια και ήταν πολύ μικρούλης στη φάτνη όπως έχω δει σε κάτι πολύ ωραίες εικόνες με τη φάτνη που έχει και άλογα και αγελάδες και γαϊδουράκια γιατί την άλλη χρονιά που έγινε ενός χρονού να μην έχει γενέθλια και κάθε χρόνο να μη γιορτάζουμε εμείς που τον αγαπάμε τα γενέθλιά του; Αυτή η απορία μου έμεινε γιατί κανένας δεν ήξερε να μου απαντήσει και όταν την έλεγα στους μεγάλους όλοι χαμογελούσανε και μου χαϊδεύανε τα μαλλιά.



  
Οπως είπαμε είναι πολύ ωραία τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας και μου αρέσει πολύ που έρχονται όλοι οι συγγενείς μας και ο αδελφός της γιαγιάς μου της Κασσιανής ο δήμαρχος, και ο θείος Αριστοτέλης με τη θεία Μαρίκα και ο θείος Γιωργίκος με τη θεία Αμαλία και η θεία Δώρα με το θείο Μπάμπη και η εξαδέλφη Ελενίτσα και ο ξάδελφός μας ο Κατρουλής με την αδελφή του και κάτι άλλοι με τα παιδιά τους γιατί η γιαγιά μου η Κασσιανή έχει μια μανία και θέλει να μαζεύονται όλοι στο σπίτι μας και γίνεται ένα τρελλοκομείο τέτοιες μέρες και χίλιοι μπαίνουν χίλιοι βγαίνουν χίλιοι τα βρακιά τους δένουν που λέει και η Μαριέττα μας αλλά εγώ δεν είδα ποτέ κανέναν να δένει τα βρακιά του στο σπίτι μας και μια φορά που το είπα της δασκάλας μου της κυρίας Ζαλώνη και αυτή μετά κάλεσε τη μαμά μου και της είπε ντροπή κυρία μου να κάνουν άσεμνα πράγματα διάφοροι ξένοι άνθρωποι στο σπίτι σας χριστουγεννιάτικα μπροστά σε μικρά παιδιά και η μαμά μου της είπε παρντόν τι λέτε αλλά η δασκάλα επέμενε και έλεγε μα η Σόφη μου το είπε και δεν μπορεί το παιδί να το έβγαλε από το μυαλό του και η μαμά μου μετά με τραβολογούσε να της πώ τι είχα πει στη δασκάλα μου και ότι πέσανε τα μούτρα της μου είπε αλλά εγώ απάντησα ότι τα μούτρα σου είναι μια χαρά στη θέση τους και ότι έτσι έλεγε η Μαριέττα μας ότι γίνεται στο σπίτι μας τα Χριστούγεννα που έρχονται οι συγγενείς μας και αφού μου λένε να λέω πάντα την αλήθεια το έγραψα κι εγώ στην έκθεσή μου ότι χίλιοι μπαίνουν χίλιοι βγαίνουν χίλιοι τα βρακιά τους δένουν και μετά μου είπανε ότι αυτό είναι μεταφορικό και να μην λέω στο σχολείο ότι ξένοι άνθρωποι δένουν τα βρακιά τους στο σπίτι μας.
Τέλος πάντων όλοι αυτοί οι συγγενείς μας που έρχονται στο σπίτι μας τρώνε τα ωραία φαγιά της γιαγιάς μου της Κασσιανής και μαζί τρώνε και κάτι άλλα πράματα που δεν ξέρω τι είναι όπως ο άμπακος και ο αγλέορας όπως λέει η Μαριέττα μας που δεν τους χωνεύει και τους λέει μονάντερους και όταν ρώτησα τη γιαγιά μου την Κασσιανή τι είναι ο άμπακος και ο αγλέορας που τρώνε οι συγγενείς μας τα Χριστούγεννα και γιατί εμάς δεν μας δίνουνε απ' αυτά αυτή αγρίεψε και μου είπε σουτ α να χαθείς παλιόπαιδο δεν ντρέπεσαι κι εγώ στεναχωρήθηκα αλλά μετά μου πέρασε και πήγα να παίξω με τα άλλα παιδάκια που είχαν έρθει και μπαινοβγαίναμε με τα κοντομάνικα και ξεφώνιζε η γιαγιά μου η Κασσιανή περάστε μέσα θα κρυώσετε αλλά κάτω από το σπίτι μας είχανε έρθει κάτι μουσικές από την κοινότητα του Ψυχικού που τις έστειλε ο κύριος Πρόεδρος και ήτανε πολύ ωραία.


Μια φορά την άλλη μέρα των Χριστουγέννων είχαμε φάει όλοι τόσο πολύ που η γιαγιά μου η Κασσιανή μας τάιζε τη σούπα από τη γαλοπούλα να συνέλθουμε και δεν μας άφηνε να παίξουμε πολύ γιατί λέει ότι λυσσάξαμε στο παιχνίδι τα Χριστούγεννα και πρέπει να ηρεμήσουμε λίγο μάλλον όμως μπορεί να φοβάται μη τη δαγκώσουμε όπως ο Ντικ ο σκύλος της κυρίας Κοκώς από δίπλα μας που λύσσαξε και δάγκωσε τον κύριο Αλέκο το αφεντικό του κι εμείς επειδή θέλαμε να είμαστε καλά παιδιά μη θυμώσει ο Αγιος Βασίλης και δεν έρθει κάναμε ότι μας λέγανε μέχρι και την μπλιαξ σούπα της γαλοπούλας τρώγαμε και ζητάγαμε και δεύτερο πιάτο και χαιρότανε η γιαγιά μου η Κασσιανή κι έλεγε την ευχή μου νάχουνε τα πουλάκια μου πολύ καλό τους κάνει αυτή η σουπίτσα.
Και περιμέναμε πώς και τι να περάσουνε οι μέρες να έρθει η παραμονή της Πρωτοχρονιάς που έκανε η μαμά μας το ρεβεγιόν και οι μεγάλοι τρώγανε και πίνανε σαμπάνιες και παίζανε χαρτιά κι εμείς περιμέναμε τον Αγιο Βασίλη και παραφυλάγαμε σε πόρτες και παράθυρα να δούμε από που θα μπει και είμαστε σε κατάσταση αμόκ που έλεγε και η Μαριέτα μας. 
Του Αγιου Βασίλη του είχαμε γράψει από ένα πολύ ωραίο γράμμα ο καθένας μας με τον αδελφό μου και του ζητάγαμε ότι μας κατέβαινε στο κεφάλι και πάντα αυτός τα έφερνε και μας έκανε όλα τα χατήρια.  Εκείνη τη χρονιά του είχα ζητήσει ένα καρότσι για την κούκλα μου εγώ κι ο αδελφός μου ένα ποδήλατο και είχαμε πολύ μεγάλη αγωνία μη τυχόν περάσει ο Αγιος Βασίλης από το σπίτι μας και δεν μπει μέσα γιαυτό καθόμαστε κρεμασμένοι στα παράθυρα άμα τον δούμε να περνάει να τον φωνάξουμε και είμαστε όλο νεύρα γιατί αυτοί οι μεγάλοι κάνανε πολλή φασαρία στο σαλόνι και μπορεί να θύμωνε ο άγιος Βασίλης που δεν κάνανε ησυχία ή μπορεί να μην ήξερε με τόσα αυτοκίνητα έξω από το σπίτι μας πού να βάλει αυτός το έλκηθρο και λέγαμε με τον αδελφό μου μήπως δεν χωράνε οι τάρανδοι στο δρόμο και ρωτάγαμε και τη γιαγιά μας την Κασσιανή με τόση αγωνία που στο τέλος βάλαμε και τα κλάμματα κι αυτή μας έλεγε σωπάτε χρυσούλια μου θα χωρέσει ο άγιος Βασίλης ελάτε να σας βάλω εγώ στα κρεββατάκια σας και θα κάτσω εγώ να τον περιμένω και να τον φέρω μέσα.
Κι επειδή ξέραμε στα σίγουρα ότι κανένας δεν της γλυτώνει αυτηνής πέσαμε στα κρεββάτια μας πυτζαμωμένοι και βάλαμε και τα χέρια μέσα στις κουβέρτες μην κρυώσουμε όπως μας έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή μην τυχόν θυμώσει και δεν βγει να τραβολογάει τον Αγιο Βασίλη να τον φέρει μέσα όπως μας είχε υποσχεθεί. Και κάθε φορά κρατούσε την υπόσχεσή της και φαίνεται ότι τον έφερνε μέσα στο σπίτι μας τον Αγιο Βασίλη γιατί μόλις ξυπνάγαμε το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς και τρέχαμε με τις πυτζάμες στο σαλόνι βρίσκαμε τα δώρα μας δίπλα στο δέντρο και ανοίγαμε το στόμα μας σαν τα χαζά και κάναμε να συνέλθουμε κάμποση ώρα και μετά ανοίγαμε τα δώρα και χοροπηδάγαμε σαν τους ινδιάνους στο χορό της φωτιάς όπως λέγαμε τον αδερφό μου και οι μεγάλοι γελάγανε και μετά μας λέγανε άντε να πλυθείτε και να ντυθείτε τώρα γιατί θα κρυώσετε γιατί οι μεγάλοι πάντα είχανε μια μανία μην κρυώσουμε κι αυτό μας νευρίαζε αλλά δεν το λέγαμε γιατί είχαμε πάρει πολύ ωραία δώρα και παίζαμε όλη μέρα την Πρωτοχρονιά και ξεχνάγαμε όλα τα άλλα μέχρι και το φαϊ ξεχνάγαμε και μετά μας κυνηγούσανε και η Μαριέττα μας μουρμούραγε θα με σκάσουνε τα παλιόπαιδα μέχρι να ντερλικώσουνε. Και μετά .............................................................................  
                       


Συνεχίζεται τις επόμενες μέρες ............

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Να βάλουμε τα καλά μας για τα Χριστούγενναααααα


Είχε δεν είχε η γιαγιά μου η Κασσιανή μου μπαστακώθηκε εδώ και μερικές μέρες και δεν λέει να πάει στο γνωστό της ησυχαστήριο. 
Οτι είναι ο άνθρωπος εν ζωή είναι και μετά ταύτην, εν ολίγοις η αθεόφοβη παλιόγρια που λέει κι ο φίλος μου ο Σταμάτης μου κατσικώθηκε εδώ πέρα και μου έκανε το κεφάλι καζάνι διότι δεν είναι δυνατόν να φοράει άλλο αυτή τη μούρη στο blog, είχε πλήξει, λέει, με το παλιό λουκ, είχε βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια και να η γκρίνια και να το κακό και "ορίστε όλοι αλλάζουν τα μπλοκάκια τους κι εσύ μ' έχεις με το ίδιο φουστάνι που μούγινε τομάρι της γίδας όλο συκλαμέν και μελιτζανί" και "τόσα ωραία φορέματα φοράνε οι άλλοι στα μπλοκάκια τους κι εσύ όλο με τα ίδια με παρουσιάζεις εμένα"  και "βάλε βρε παιδί μου κάτι πιο νεανικό πιο φωτεινό, αυτό με μεγαλώνει" και ήθελε ντε και καλά ν' αλλάξουμε το look μας. 
Κι άντε τώρα να της εξηγώ ότι δεν είναι μπλοκάκια του μπακάλη να γράφουμε τις σημειώσεις μας και θέλει μια διαδικασία κι άντε να ψάχνεις και να βρίσκεις bagrounds και να με ρωτάει τι θα πει αυτό διότι μόνο γαλλικά ήξερε η γιαγιά και διόλου αγγλικά διότι δεν κάνανε λέει το Γυμνάσιο της εποχής που πήγαινε αυτή και πεταγότανε η θεία Αμαλία και της έλεγε σχολαρχείο σχολαρχείο αλλά η γιαγιά μου η Κασσιανή της είπε θα σου αστράψω μια να δεις εσύ σχολαρχείο, εγώ πήγαινα στο Γ' Γυμνάσιο Θηλέων στην Γαργαρέττα ανόητη. Τέλος πάντων μέχρι να τις χωρίσω τις δυό τους που κοντεύανε να πιαστούνε μαλλί με μαλλί πέρασε η ώρα και ξημερώσαμε να ψάχνουμε τα ρημάδια τα backgrounds που τελικά η γιαγιά μου κατάλαβε και είπε αφοπλιστικά ααααα φόντο εννοείς. Ναι φόντο, της λέω. Ε και δεν το λες τόση ώρα απαντάει αυτή και η πίεση μου φτάνει στο 20 με την αναισθησία της.


Κι αρχίσαμε μετά να ψάχνουμε μανιωδώς ανά τα κυκλοφορούντα backgrounds όπου μπλόγκερ ντιζάινερ έψαχνα εγώ να βρω κάτι άλλο που να είναι μεν βίνταζ αλλά και νεανικό, να μην το έχουν άλλοι, να της αρέσει κιόλας διότι ήταν και απαιτητική και έβαζε το γυαλί της να τα εξετάζει ένα ένα η αθεόφοβη μέχρι που της είπα "προσκλητήριο δεν κάνει σήμερα ο Αγιος Πέτρος να σε μαζέψει;" και γύρισε τη μούρη της με ύφος απαξιωτικό και είπε : "Α να χαθείς τέρας ανάγωγο". 
Εν συνεχεία άρχισε "αυτό δεν μ' αρέσει,  εκείνο δεν με φωτίζει, αυτό είναι καρακατσουλαριό, αυτό να το τρίψεις στη μούρη σου, εγώ δεν το φοράω αυτό παιδί μου είναι για κάποια νεωτέρα, αυτό καλό μου φαίνεται, αυτό θα με παχαίνει νομίζω, αυτό κάτι λέει, κείνο το συκλαμέν πολύ κομψό, αυτό ας το προβάρω λίγο μ΄αρέσει, εκείνο αππαπαππαπα, τούτο κάτι λέει, ααα αυτό πολύ ωραίο αλλά να δούμε κι άλλα, αυτό καλό είναι για το καλοκαίρι θα κρυώνω τώρα, τούτο κάπως δένει, κείνο μήπως είναι τολμηρό" κι ότι του φανεί του λωλοστεφανή τέλος πάντων 4 μέρες ψάχναμε.
Ηθελε να είναι λαμπερό, ροζουλί και τα τοιαύτα, αθώο και ρομαντικό, κομψό απαραιτήτως, να είναι και εορταστικό "παιδί μου εορταστικό διότι έρχονται Χριστούγεννα, αλιβάνιστοι έχετε γίνει εσείς οι νεώτεροι" και ότι ήθελε ... ήθελε. 
Στα πατώματα απ' την κούραση εγώ κι η γιαγιά μου η Κασσιανή ακάθεκτη να προβάρει background για την αφεντιά της διότι "εγώ παιδί μου δεν βάζω ότι κι ότι, αν δεν είναι καλή οργαντίνα και μετάξι φυσικό δεν το φοράω που να σε δώ να κρεμιέσαι απ' τη λάμπα" κατά την προσφιλή της έκφραση. 
Εδωσε ο Μεγαλοδύναμος και βρήκαμε μερικά, που τα καπάρωσε παρακαλώ "για να συναλλάζουμε" λέει, και πρώτο πρώτο ήθελε αυτό με το κοριτσάκι που της θύμιζε κάπως λέει εμένα όταν ήμουνα μικρή.
Τέλος πάντων το βάλαμε το καινούργιο background και πολύ της άρεσε της γιαγιάς μου της Κασσιανής η οποία αφού το καμάρωσε κάμποση ώρα μου είπε να καλέσω τις φίλες μου να το δουν κι αυτές και μου εδήλωσε ότι αναχωρεί διότι την περιμένει ο παππούς μου ο Δημητράκης να παίξουν πινάκλ με τον Αγιο Πέτρο "το συνηθίζουμε ένα πινακλάκι κατά τας 7 κάθε απόγευμα", όπως είπε, και μου ανακοίνωσε φιλώντας με στον αέρα μη χαλάσει το μακιγιάζ ότι θα επανέλθει για να κάνουμε "όλοι μαζί Χριστούγεννα όπως παλιά".
Τώρα τι εννοεί... ο Θεός κι η ψυχή της ... μάλλον θα έχουμε γέλια χριστουγεννιάτικα με δαύτην...

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Σώβρακα και πορσελάνες


Τη σημερινή ιστοριούλα τη θυμήθηκα χάρη σε μια ανάρτηση της φίλης Μόσχας Χατζηνικολή.


Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1972 όπου, εξαιτίας της μανίας της γιαγιάς μου της Κασσιανής να τελώ διάφορα μυστήρια ήτοι γάμους, βαπτίσεις και τα λοιπά, και έχοντας γίνει ήδη δυο φορές νονά σε ηλικία 6 και 8 ετών, γίνομαι για πρώτη φορά κουμπάρα με το ζόρι σε γάμο σε κάποιο χωριό της νότιας Εύβοιας σε ηλικία 12 ετών... Σπαρταριστικές λεπτομέρειες επί σκηνής....




Βρε εγώ αυτόν τον πως τον λένε δεν τον παντρεύω που να χτυπιόσαστε και να κοπανιόσαστε στο γουδί της Μαριέττας ξεφώνιζα στα μούτρα της γιαγιάς μου της Κασσιανής που σταυροκοπιότανε και μ' έταζε στην Αγία Βαρβάρα του Ψυχικού που γινόντουσαν όλοι οι αριστοκρατικοί γάμοι. Κι επειδή αυτός ο Ντίνος δηλαδή είναι βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη πρέπει εγώ να τον παντρέψω στα καλά καθούμενα συνέχιζα εγώ και συνέχισε κι η γιαγιά μου η Κασσιανή να με τάζει στην Αγία Βαρβάρα να συνέλθω και να σταματήσω να ουρλιάζω σαν να μ΄έχουνε τσιμπήσει όλες οι μέλισσες της δαμασκηνιάς του κήπου. 

Σταμάτα παιδί μου έλεγε αυτή είναι πολύ καλό για την υγεία σου και την προκοπή σου να κάνεις μυστήρια αλλά εγώ το μόνο μυστήριο που ήξερα ήτανε το μυστήριο του δεκαπενταετούς πλοιάρχου του Ιουλίου Βερν που διάβαζα μετά μανίας και κανένα καλό δεν έβλεπα στην υγεία μου που ήτανε μια χαρά δηλαδή. 
Ομως τη γιαγιά μου την Κασσιανή άμα την έπιανε αυτή η λύσσα με την υγεία μας και την προκοπή μας σκαρφιζότανε ένα σωρό αηδίες να μας λέει για να περάσει το δικό της και τέλος πάντων επειδή το είχε αποφασίσει αυτή και όλοι οι άλλοι και τζάμπα ξεφώνιζα εγώ κι έγδερνα το λαιμό μου γιατί είχανε αρχίσει κιόλας τις ετοιμασίες να κουβαληθούμε σ' ένα χωριό που δεν ήξερα και δεν είχα ξαναπάει και να παντρέψουμε αυτόν τον περιβόητο Ντίνο που ούτε αυτόν τον ήξερα κι ούτε ήθελα να τον μάθω και για να με πείσουνε αρχίζανε να μου τάζουνε τον ουρανό με τ' άστρα πούλεγε η Μαριέτα μας κι εγώ βρήκα ευκαιρία και τους έβαλα να μου υποσχεθούνε καινούργιο ποδήλατο και τελικά είπα εντάξει θα τον παντρέψω αυτόν τον Ντίνο και κάνανε όλοι αααα μπράβο και ααα εντάξει και μετά ησυχάσαμε. 
Τι ησυχάσαμε δηλαδή που τότε άρχισε ο γάμος του Κουτρούλη που ποτέ δεν καταλάβαινα τι θα πει αλλά μάλλον ήτανε αυτό που αρχίζανε η μαμά μου με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τη θεία Δώρα να τρέχουνε στα μαγαζιά να ψάχνουνε για τις λαμπάδες και τα στέφανα και τα δώρα που θα κάνανε στο γαμπρό και στη νύφη που έπρεπε να τους παντρέψω εγώ για την υγεία μου και την προκοπή μου. Κι όσο αυτές τρέχανε στα μαγαζιά με σέρνανε κι εμένα μαζί και ξεποδαριαζόμαστε να τρέχουμε στην οδό Ερμού και στην οδό Αγίου Μάρκου και στην οδό Ευαγγελιστρίας που είχε όλο λαμπαδοστέφανα και δώστου κοιτάζαμε το ένα και κοιτάζαμε το άλλο, δηλαδή αυτές κοιτάζανε γιατί εγώ βαριόμουνα, και τα θέλανε όλα τέλεια λέγανε γιατί ο Ντίνος ήτανε βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη και μη γίνουνε ρεζίλι στον κόσμο και να είναι τα στέφανα από γνήσιο δέρμα έλεγε η μαμά μου και τελειωμό δεν είχανε αυτές οι μουρλές όπως τις έλεγα από μέσα μου και το ίδιο έλεγε κι ο παππούς μου ο Δημητράκης καμμιά φορά απέξω του άμα ήτανε θυμωμένος. 


Κι αφού βρήκανε τα καλύτερα και κάνανε τς τς τς έκτακτα είναι και πω πω υπέροχα και τέτοιες λαμπάδες όλο τούλι και σατέν είχαν και στο γάμο του Κωνσταντίνου με την Αννα Μαρία που δηλαδη εγώ αυτούς τους κουμπάρους δεν θυμόμουνα πότε τους είχαμε παντρέψει γιατί ήμουνα μικρή αλλά μετά ρώτησα τη γιαγιά μου την Κασσιανή πότε τους παντρέψαμε αυτούς και μου είπε σουτ εσύ κι εγώ είπα από μέσα μου βρε αει στο διάλο γιατί τότε είχα πάθει αυτή την αρρώστια την εφηβεία και όλο αει στο διάλο έλεγα αλλά από μέσα μου.
Μετά όμως που ξεμπερδέψαμε από τα λαμπαδοστέφανα του Ντίνου αρχίσαμε να τρέχουμε πάλι στα μαγαζιά να μου βρούνε καλό φουστάνι που θα ήμουνα εγώ η κουμπάρα και καθόλου δεν μου άρεσε που θα φόραγα καλό φουστάνι γιατί άμα είσαι κορίτσι και έχεις αυτή την αρρώστια την εφηβεία κοιμάσαι με το μπλουτζήν και δεν θέλεις να το βγάλεις και να βάλεις αηδίες με δαντέλες και αζούρ και καραγκιοζιλίκια που θέλουνε να σου βάλουνε η μαμά σου και η γιαγιά σου η Κασσιανή. Ομως αυτές δεν με ακούγανε που ξεφώνιζα ότι θα πάω στο γάμο με το μπλουτζήν και η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε έχεις βαλθεί να με πεθάνεις τέρας και άκου εκεί να πάει με το παλιομπλουτζήν που της έγινε τομάρι της γίδας απάνω της και θα λένε οι άνθρωποι ότι δεν έχουμε να ντύσουμε το παιδί μας και θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών στο χωριό κι εγώ έλεγα από μέσα μου βρε δεν πάτε να γίνετε ρεζίλι και των άγριων κουνελιών σκασίλα μου. 
Αυτές όμως δεν κάνανε πίσω με τίποτα και με τραβολογούσανε στον Ανδρεάδη στην οδό Ερμού που είχε τα καλύτερα παιδικά ρούχα και όλο εκεί ψωνίζανε τα καλά μου και μου βρήκανε ένα φουστάνι ροζ που ήτανε όλο κέντημα και το καμαρώνανε μοναχές τους και είχανε ξετρελλαθεί που αυτό ήτανε γαλλική δαντέλα κιπούρ πανάκριβο κι εγώ κατέβασα τα μούτρα μου γιατί σκεφτόμουνα τι θα έλεγε η κολλητή μου η Αποσκίτου στο σχολείο και οι άλλες που θα κοροϊδεύανε άμα με βλέπανε γιατί εμείς άμα βγαίναμε έξω φοράγαμε όλες μπλουτζήν και ντάφλ κόουτ δηλαδή μοντγκόμερυ και η Αποσκίτου είχε και αμπέχωνο στρατιωτικό αληθινό αλλά δεν ξέρω πού το είχε βρει κι άμα με βλέπανε αυτές ντυμένη σαν τη Μαρία Αντουανέτα θα πέφτανε κάτω από τα γέλια και θα με λέγανε βλαμμένο κι άρχισα να μουρμουράω ότι εγώ αυτή την αηδία δεν την φοράω και η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε θα το φορέσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι αμάν πια.


Και επειδή με είχε πιάσει το πείσμα μου κι σκούνταγα τη μαμά μου και της έκανα νοήματα ότι εγώ αυτή την αηδία δεν τη φοράω αυτή μου είπε στ΄αυτί τι στεναχωριέσαι βρε κουτό καλοκαίρι είναι δεν θα το μάθουνε οι φίλες σου και μετά σκέφτηκα ότι είχε δίκιο και επειδή πείναγα κιόλας άρχισα άλλη γκρίνια ότι πεινάω και πάμε να φύγουμε και πήραμε το φουστάνι και φύγαμε ευτυχώς.
Το περίεργο είναι ότι αυτή η αηδία το φουστάνι άρεσε σε όλους στο σπίτι μας και στο μπαμπά μου και στον παππού μου τον Δημητράκη και στη Μαριέττα μας που με έφτυνε να μη με ματιάσει κι εγώ σκουπιζόμουνα που σιχαινόμουνα να με φτύνει αυτή κι αυτή δώστου φτου σου κοπέλα μου φτου σου κοπέλα μου και στις χαρές σου και νυφούλα να σε καμαρώσουμε κι εγώ έλεγα μέσα μου βρε αει στο διάλο κι εσύ.
Το μόνο που λείπει τώρα είναι να πάρουμε και τα δώρα του γάμου και είμαστε πανέτοιμοι έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή και κάνανε με τη μαμά μου και τη θεία μου τη Δώρα που ήτανε αδελφή της μαμάς μου τα σχέδια τι θα αγοράσουνε σ' αυτούς τους κουμπάρους που καθόλου δεν ήθελα να τους παντρέψω αλλά αυτές το βιολί τους κι έτσι πήγαμε στο ΑΚΡΟΝ γιατί εκειπέρα ψώνιζανε αυτές τα δώρα και τα είδη σπιτιού και όλο κουβαλάγανε στο σπίτι κάτι τεράστιες κουτάρες και ότι ήτανε από το ΑΚΡΟΝ λέει ήτανε πολύ καλό και ο μπαμπάς μου άμα έβλεπε τις κουτάρες και τις σακκουλάρες που κουβαλάγαμε στο σπίτι μας από το ΑΚΡΟΝ έλεγε ότι έχουμε χτίσει το μισό μαγαζί και θα γίνουμε συνεταίροι με τον Μεϊμαρίδη.


Πέσανε λοιπόν με τα μούτρα η μαμά μου και η γιαγιά μου η Κασσιανή και η θεία μου η Δώρα να διαλέγουνε τα δώρα του γάμου που θα κάναμε στους κουμπάρους και επειδή ήτανε πρακτικές αυτές θέλανε να πάρουνε πιάτα και φλυτζάνια και μαχαιροπήρουνε στο καινούργιο ζευγάρι δηλαδή στους κουμπάρους για να έχουνε να τρώνε στο σπιτικό τους που εγώ άμα άκουγα αυτή τη λέξη σπιτικό γινόμουνα θηρίο γιατί πολύ με νευρίαζε αλλά δεν ξέρω γιατί. Τέλος πάντων η μαμά μου διάλεξε ένα καταπληκτικό σερβίτσιο πιάτα με χρυσό απάνω 72 κομμάτια έλεγε η μαμά μου και το τόνιζε το 72 που ήτανε λέει πλήρες σερβίς φαγητού αγγλική πορσελάνη Τζόνσον όλα από δώδεκα, και η μαμά μου άμα ήτανε Τζόνσον κάτι πάθαινε σαν καταληψία όπως μια θεούσα φίλη της γιαγιάς μου της Κασσιανής που θα σας πω άλλη φορά. 
Ομως το σερβίτσιο ήτανε πάρα πολύ ωραίο κι εμένα μου άρεσε και η μαμά μου έλεγε πώς άμα παντρευτώ εγώ θα μου πάρει κι εμένα και μετά η θεία μου η Δώρα διάλεξε κι αυτή ένα ίδιο Τζόνσον σερβίς τσαγιού 40 τεμαχίων από δώδεκα φλυτζάνια τσαγιού και πιατάκια και πιάτα της πάστας και τσαγιέρα και γαλατιέρα και άλλα δυο που δεν θυμάμαι και μετά ανεβήκαμε στον αποπάνω όροφο που ήτανε τα καλά μαχαιροπήρουνα και η γιαγιά μου η Κασσιανή διάλεξε μια κασσετίνα με 72 κομμάτια μαχαιροπήρουνα Κριστόφλ που ήτανε πολύ της μόδας και τα καλύτερα και μετά πήγαμε στο ταμείο να τα πληρώσουμε κι εκεί λέγανε αυτές πανάκριβα πανάκριβα βρε παιδί μου πέντε μισθούς κάνουνε αλλά αξίζουν και χαλάλι για το ζευγάρι μια ζωή θα τους μείνουνε και μετά δώσανε ένα σκασμό λεφτά όπως έλεγε και η Μαριέττα μας δηλαδή πάρα πολλά χιλιάρικα και δώσανε εντολή για αμπαλάζ δώρου και να μας τα στείλουνε στο σπίτι γιατί ούτε με το ταξί δεν μπορούσαμε να τα κουβαλήσουμε και ήτανε πολύ ευχαριστημένες από τέτοια ωραία ψώνια και λέγανε πόσο θ' αρέσανε αυτά στους κουμπάρους.  


Κι αφού τελειώσανε όλες οι προετοιμασίες πήγανε όλες τους κομμωτήριο μέχρι και η Μαριέττα πήγε που αυτή δεν πήγαινε ποτέ αλλά αυτή τη φορά πήγε και ο μπαμπάς μου με τον παππού μου τον Δημητράκη πήγανε στο κουρείο στον κ. Γουρουνά που πηγαίνανε εκειπέρα από παλιά γιατί αυτός είναι κεντρώος σαν τον μπαμπά μου και τον παππού μου τον Δημητράκη και μετά, το μεσημέρι, φορτωθήκαμε στην Ποντικάρα του θείου Μπάμπη όλοι εμείς 8 άνθρωποι και οι κουτάρες με τα δώρα και πήγαμε στο χωριό να κάνουμε αυτό τον περιβόητο γάμο. Ευτυχώς που η Ποντικάρα μας χώραγε γιατί ήτανε σαν αεροπλάνο. 
Στο δρόμο που πηγαίναμε περάσαμε πολύ ωραία δηλαδή τραγουδούσανε οι μεγάλοι σαν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοιιιιιι και δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες δηλαδή το συνηθισμένο ρεπερτόριο από Αττίκ μέχρι Κάκια Μένδρη και η μαμά μου έριχνε και κανένα Τζίμη Μακούλη που πολύ της άρεσε και η θεία μου η Δώρα τραγουδούσε και τα δειλινάααα μια φωνή μου ψίθυρίζει μυστικά δεν θα γυρίσεις πιαααα κι εγώ ξυνόμουνα που είχα βγάλει ένα άθλιο μπιμπίκι και με διαόλιζε πάρα πολύ και μετά πιάσανε την Νάνα Μούσχουρη και ο παππούς μου ο Δημητράκης μερακλώθηκε και τόριξε στον Θεοδωράκη κι ο μπαμπάς μου σφύριζε τη Μαργαρίτα Μαγιοπούλα κι εγώ έλεγα από μέσα μου άει στο διάλο κι όταν μπήκαμε στον Ωροπό άκουσα για εκατοστή φορά ότι εκειπέρα έχει φυλακές με πολιτικούς κρατούμενους και μετά βρίζανε τον Παπαδόπουλο όλοι μαζί κι εμένα μου είπανε κοίτα μη πεις καμμιά βλακεία στο σχολείο και είπα πάλι από μέσα μου βρε άει στο διάλο εγώ θα τα λέω με τις φιλενάδες μου που τους αρέσουνε αυτά και μετά ο θείος Μπάμπης που ήτανε δεξιός αλλά όχι χουντικός όπως μου είχανε εξηγήσει είπε βρε παιδιά δε λέμε και λίγο Ζαμπέτα να ξεσκάσουμε και αρχίσανε και τραγουδάνε δεν έχει δρόμο να διαβώωωω και αν θα διαβείς τον ουρανόοοοο και φτάσαμε στο φέρρυ μπωτ κι ευτυχώς βγήκαμε στο καράβι να πάρουμε αέρα και να ξεμουδιάσουμε γιατί είχαμε γίνει σαν σαρδέλλες παστές από το στριμωξίδι και τη ζέστη και βλέπαμε τη θάλασσα στο κατάστρωμα.


Εδωσε ο Θεός και φτάσαμε όπως είπε κι η Μαριέττα μας σε κείνο το χωριό που θα κάναμε το γάμο και μας βουτήξανε κάτι συμπεθέροι των κουμπάρων πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και όλο μας φιλάγανε σταυρωτά και μας πήρανε σπίτι τους να μείνουμε εκεί και να κοιμηθούμε. Αυτοί είχανε πάρα πολύ μεγάλο σπίτι από πάνω το σπίτι κι από κάτω είχανε κάτι γαϊδούρια που βρωμάγανε και το πάτωμα είχε τάβλες μεγάλες που κάνανε τράκα τράκα κάθε φορά που περπατάγαμε κι εγώ φοβόμουνα και δεν περπάταγα γιατί έλεγα πώς θα σπάσει το πάτωμα και θα πέσω πάνω στα γαϊδούρια που ήτανε από κάτω και καθόλου δεν ήθελα. Αλλά τα κρεββάτια μας ήτανε πάρα πολύ καθαρά και τα σεντόνια μυρίζανε ωραίο σαπούνι και κοιμήθηκα ξερή μέχρι το άλλο πρωί γιατί ήμουνα πολύ κουρασμένη και είχα και πολύ εφηβεία.
Την άλλη μέρα που σηκωθήκαμε κατάλαβα ότι τέτοιο ωραίο ύπνο δεν είχα ξανακάνει στη ζωή μου και μου είχε φύγει και το μπιμπίκι και είπα μέσα μου πως άμα έρχεσαι στο χωριό σου φεύγουνε τα μπιμπίκια και κοιμάσαι καλά και ίσως να βοηθάνε τα γαϊδούρια που είναι αποκάτω αλλά δεν το είπα σε κανέναν αυτό μόνο το έγραψα στη ημερολόγιό μου που το έσερνα παντού μαζί μου από τότε που έπαθα εφηβεία. Οι συμπέθεροι μας ταϊσανε του πουλιού το γάλα που έλεγε κι η Μαριέττα μας και εμένα με τρελλάνανε στα φιλιά η συμπεθέρα και η πεθερά της που ήτανε δυο καλές χοντρές με κοτσίδες και μαντίλια πρασινολαδί και μυρίζανε ψωμί και σαπούνι και μου λέγανε φτου σου κορίτσι μου και μιλάγανε μεταξύ τους αρβανίτικα που ήτανε μια άλλη γλώσσα τοπική και δεν την καταλάβαινα αλλά είπα πώς θα τη μάθω για να καταλαβαίνω άλλη φορά.
Κι αφού γίνανε όλα αυτά ήρθε επιτέλους η ώρα να πάμε στους κουμπάρους δηλαδή στο σπίτι του γαμπρού που ήτανε βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη και θα τον πάντρευα εγώ που καθόλου δεν ήθελα όπως σας είπα αλλά τέλος πάντων μια που ήρθαμε να μη γίνουμε ρεζίλι στους ξένους ανθρώπους όπως με είχε χιλιοπαρακαλέσει ο μπαμπάς μου που δεν του χάλαγα χατήρι ούτε κι αυτός σε μένα δηλαδή. Στο σπίτι του γαμπρού μας υποδεχτήκανε με αγκαλιές και φιλιά και είδα και το γαμπρό που τον λέγανε Ντίνο και ήτανε πολύ ωραίο παιδί και μετά μου άρεσε που θα τον πάντρευα εγώ αυτόν και θα γινόμαστε κουμπάροι και φιληθήκαμε και πολύ χαρήκαμε και όλοι χαρήκανε γιατί μάλλον νομίζανε ότι θα πώ καμμιά βλακεία να γίνουμε ρεζίλι αλλά δεν είπα και μετά αρχίσανε οι μεγάλοι να ξεφορτώνουνε τα δώρα με τις κουτάρες και τις βάλανε στην τραπεζαρία που είχανε και άλλα δώρα που φέρνανε οι καλεσμένοι στο γάμο. 
Τα δικά μας επειδή ήτανε των κουμπάρων τα βάλανε στη μέση και η μάνα του γαμπρού που ήτανε θεόχοντρη αλλά αυτή έκανε κουμάντο σε όλα είπε να τα ανοίξουμε να τα βλέπει ο κόσμος που ο Ντίνος της έκανε τέτοιους κουμπάρους και τι δώρα τούφερε ο νουνός του κι εμένα με κείνο το νουνός μου ήρθε κάτι σαν κεραμίδα αλλά είπα από μέσα μου αει στο διάλο δεν θα πω τίποτα μη ρεζιλευτούμε κι αρχίσανε να ανοίγουνε τα Τζόνσον και τα Κριστόφλ και είχανε στηθεί όλες οι κυρίες του χωριού και οι κοπέλλες και κάνανε πω πω τι ωραία έχουνε και χρυσό απάνω και τέτοια είναι βασιλικά πράματα και τα φτύνανε με σάλιο αληθινό όχι όπως μας φτύνουνε στην Αθήνα να μη μας ματιάσουνε και κάνουνε πτου πτου. Οι γριές εκειπέρα τα φτύνανε κανονικά τα πράματα και τα κάνανε σύσκατα αλλά αυτωνών έτσι τους άρεσε και μετά φτύνανε κι εμένα που ήμουνα η κουμπάρα και μου λέγανε στις χαρές μου και στα δικά μου και πολύ χαιρόντουσαν ενώ εγώ καθόλου γιατί σιχανόμουνα τα φτυσίματα και δεν μπορούσα και να μιλήσω γιατί με αγριοκοίταγε η γιαγιά μου η Κασσιανή και μου κανε και νοήματα να χαμογελάω ευγενικά αλλά ευτυχώς είχα αυτό το από μέσα μου κι έλεγα αει στο διάλο με την ησυχία μου. 


Οταν τελειώσαμε με τις κουτάρες ο παππούς μου ο Δημητράκης πήρε το γαμπρό στη μέση της σάλας και του έδωσε δυο χρυσές λίρες και του είπε ότι αυτές είναι μία γι' αυτόν και μία για τη νύφη για να θυμούνται το νονό και να ζήσουνε στεριωμένοι μια χρυσή ζωή κι ο Ντίνος είπε φχαριστώ νουνέ μου και του φίλησε το χέρι κι εμένα παραλίγο να με πάρουνε τα γέλια αλλά με αγριοκοίταξε πάλι η γιαγιά μου η Κασσιανή και δεν γέλασα. Αφού τελειώσανε επιτέλους όλ' αυτά και είχανε στηθεί και τα σερβίτσια σειρά σειρά στην καλύτερη θέση κι όπως έμπαινε τα θαύμαζε και έβλεπα εγώ πως κουτσομπολεύανε κάτι γριές απέναντί μου και κάτι κοπέλλες και καθήσαμε στις καρέκλες μας γιατί δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε η μάνα του γαμπρού άρχισε να μας κοιτάει κάπως περίεργα και μπαινόβγαινε απ΄ το σπίτι στ' αυτοκίνητο που το είχαμε αφήσει έξω στην αυλή και πάλι μας κοίταγε και πάλι μπαινόβγαινε και είπα μέσα μου τρελλή θάναι αυτή αλλά μετά ήρθανε κάτι μουσικοί με βιολιά και λαούτα και βγήκαμε στην αυλή που είχε μαζευτεί κόσμος και είχανε βάλει τραπέζια με φαγητά και χορεύανε κι αρχίσαμε κι εμείς να τρώμε κι εμένα θέλανε να με σηκώσουνε στο χορό αλλά είπα της μαμάς μου εγώ δεν χορεύω και αφήστε με ήσυχη που θα γίνω εγώ ρεζίλι και μάλλον κατάλαβε ότι άμα έχεις εφηβεία σου φταίνε όλα και είπε της γιαγιάς μου της Κασσιανής μην πιέζετε το παιδί μητέρα δεν θέλει.
Ομως εμένα μου είχε κολλήσει και κοίταγα τη μάνα του γαμπρού που μας κοίταγε περίεργα και είχε κατεβάσει κάτι μούτρα μέχρι τα πόδια και ενώ στην αρχή μας φίλαγε και μας γέλαγε μετά κάτι έπαθε και δεν μας μίλαγε αλλά είπα ότι μπορεί να την πόναγε η κοιλιά της γιατί εμένα άμα με πόναγε η κοιλιά μου δεν ήθελα να μιλάω. Αλλά και η αδερφή του γαμπρού είχε πάθει κι αυτή κάτι σαν πονόκοιλο γιατί κι αυτή είχε κατεβάσει τα μούτρα της και μετά κι ο γαμπρός ήτανε κι αυτός κάπως σαν κρύος αλλά έλεγα μέσα μου τι διάλο όλοι πονόκοιλο έχουνε μπορεί να τους πείραξε το φαί και είπα να μη φάω να μη με πιάσει κι εμένα. 
Και την άλλη μέρα που πήγαμε να πάρουμε τη νύφη όπως ήτανε το έθιμο εκειπέρα με βιολιά και λαούτα ο γαμπρός ήτανε πάλι σαν κρύος και η μάνα του και η αδερφή του κι άρχισε η γιαγιά μου η Κασσιανή να νευριάζει και η μαμά μου αλλά ο μπαμπάς μου έλεγε έχουν οι άνθρωποι τις ετοιμασίες τους και κουρασμένοι από το γάμο θα είναι και ο παππούς μου ο Δημητράκης έλεγε μνήσθητί μου Κύριε τι πάθανε αυτοί αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι και μετά εγώ σκέφτηκα ότι θα τον παντρεύουνε με το ζόρι τον Ντίνο και δεν θα θέλει τη νύφη και θα έχουνε τσακωθεί μεταξύ τους κι όταν βγήκε η νύφη με το νυφικό είπα ότι μάλλον αυτό θα είναι γιατί η νύφη ήτανε σαν το σκύλο που χάσαμε και άκουγα κάτι γριές που λέγανε κρίμας το παλλικάρι κι άλλες που λέγανε βρε το βιο παντρεύει το στοιχειό και όταν ρώτησα τη μαμά μου μου είπε ότι η νύφη έχει μεγάλη προίκα αυτό θα πει. Και η Μαριέττα μας όταν είδε τη νύφη είπε ότι είναι σαν σμέρνα κι ο Θεός να φυλάει αυτόν που θα την φιλήσει και η γιαγιά μου η Κασσιανή της είπε σκάσε χαζοβιόλα θα ρεζιλευτούμε στον κόσμο αλλά η Μαριέττα μας άμα έλεγε κάτι είχε δίκιο. 
Κι εγώ που είχα αυτή την αρρώστια την εφηβεία άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ήτανε να φιλάει αυτή το Ντίνο και σιχάθηκα και είπα πως δεν θα παντρευτώ ποτέ μου κανέναν που να μοιάζει με σμέρνα.


Τέλος πάντων τι γάμος ήτανε αυτός δεν ξέρω αλλά εμένα δεν μου άρεσε τίποτα. Ούτε που πήγαμε στην εκκλησία και τους στεφάνωσα εγώ αυτούς με τα ωραία δερμάτινα στέφανα που είχε διαλέξει η μαμά μου και τους άλλαξα και βέρες, ούτε οι ωραίες λαμπάδες που τους είχαμε πάρει τους ταιριάζανε και η Μαριέττα μας μου έλεγε πως η νύφη είναι σαν γάιδαρος με σέλα και με νευρίαζε πιο πολύ ακόμα, ούτε που έβλεπα τα μούτρα της μάνας του γαμπρού και της αδερφής του μου άρεσε γιατί δεν γελάγανε καθόλου, ούτε που είχε ζέστη μου άρεσε και σκάγαμε κι εγώ είχα κοτσάρει το ροζ φουστάνι με τη κιπούρ δαντέλα και τη χρυσή μου ταυτότητα και ήμουνα σαν φασκιωμένη κι έσκαγα πιο πολύ κι ήθελα να πετάξω τις λευκές γόβες που μου είχανε πάρει για το γάμο και γενικά δεν ήθελα την τύχη μου κι όλο αει στο διάλο έλεγα από μέσα μου τόσες φορές που πήγαινε μόνο του πια. Ασε που είχανε και δυο ψάλτες που δεν ξέρανε τι τους γινότανε κι όλο γκαρίζανε της Αγιαπαρθένααααααςςςςςςς Μαρίαςςςςςςςςς και ως πρόβατοοοος απόλωλοοοοοος κι έλεγα από μέσα μου ότι αν δεν σκάσω από τη ζέστη θα σκάσω από το κακό μου και την αγραμματοσύνη αυτωνών που λέγανε άρες μάρες αλλά ευτυχώς ο παπάς ήξερε και τάλεγε σωστά.
Αφού τελείωσε καμμιά φορά αυτό το μαρτύριο και βγήκαμε στην αυλή της εκκλησίας ανεβήκαμε σε κάτι άλογα στολισμένα με κόκκινα σκεπάσματα ο Ντίνος η νύφη κι εγώ και πηγαίναμε σιγά σιγά βόλτα σε όλο το χωριό με τα βιολιά και τα λαούτα και μια κυρία να τραγουδάει γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς να μην τηνε μαλώνεις σαν γλάστρα με βασιλικό να τηνε καμαρώνεις κι όλος ο κόσμος πήγαινε με τα πόδια μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι του γαμπρού και κατεβήκαμε εμείς απ' τ' άλογα κι ο γαμπρός με τη νύφη ανοίξανε το χορό και δεν ξέρω πώς βρέθηκα να χορεύω κι εγώ και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου και η θεία μου η Δώρα και ο θείος μου ο Μπάμπης και ο παππούς μου ο Δημητράκης και η γιαγιά μου η Κασσιανή και η Μαριέττα μας κι άλλοι πολλοί που μας πατάγανε και γύριζε ένας μ' ένα δίσκο στη μέση του χορού με ποτήρια με κρασί κι έπρεπε να πιούμε όλοι κι εγώ ζαλιζόμουνα κι αυτοί με σπρώχνανε και με στενεύανε τα παπούτσια μου και μετά βρέθηκα με μια χοντρή κουβέρτα στον ώμο και μου ρίχνανε κάτι άλλα μάλλινα σεντόνια και χοντρές κουβέρτες πάνω μου και νόμιζα πως θα πεθάνω αλλά ευτυχώς πρόλαβε ο μπαμπάς μου και με σήκωσε και μ' έβαλε σε μια γωνιά και μου έδωσε νερό να συνέλθω και μετά έβαλα τα κλάμματα και του έλεγα πάμε να φύγουμε από δω αυτοί θέλουνε να με πλακώσουνε με τις κουβερτάρες καλοκαιριάτικα να με σκάσουνε και δεν με χωνεύει η νύφη και δεν θέλω να με βάζουνε με το ζόρι στ' άλογα αυτοί και να μας αγριοκοιτάει η μάνα του γαμπρού. Και ο μπαμπάς μου μου είπε ότι τις κουβέρτες μου τις βάζουνε πάνω μου επειδή είμαι κουμπάρα και μου τις κάνουνε δώρο και κάπως ησύχασα.


Τελικά επειδή δεν βλέπαμε πουθενά τη μαμά μου και τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τους άλλους μπήκαμε μέσα στο σπίτι του γαμπρού και τους βρήκαμε όλους εκεί με τη μάνα του γαμπρού και την αδερφή του και η μάνα του γαμπρού έλεγε γιατί μας το κάνατε αυτό τέτοια προσβολή και τι θα πούμε τώρα στον κόσμο και ντροπή και ξανά ντροπή και οι άλλοι την κοιτάγανε καλά καλά και η γιαγιά μου η Κασσιανή φύσαξε και ξεφύσαγε και ο παππούς μου ο Δημητράκης είχε γίνει κατακόκκινος σαν παντζάρι και η μαμά μου του έλεγε μη συγχίζεστε πατέρα κι αυτός έλεγε άσε με παιδί μου είναι πράματα αυτά δεν είμαστε στα καλά μας και τέτοια ακαταλαβίστικα και η μάνα του γαμπρού το βιολί της γιατί μας κάνατε τέτοια ντροπή και προσβλήθηκε εμένα το σπίτι μου. Εγώ ήθελα να φύγουμε και δεν με ένοιαζε τι λέγανε αυτοί αλλά κάτι άκουσα για βρακιά και σώβρακα και ρώτησα τη Μαριέττα μας τι λέει αυτή η βλαμμένη και μου είπε ψυθιριστά ότι δεν είχαμε φέρει σώβρακο του γαμπρού και βρακί της νύφης και είχανε θυμώσει. 
Και τότε άρχισε η γιαγιά μου η Κασσιανή που φύσαγε και ξεφύσαγε να λέει της μάνας του γαμπρού και δεν μας τόλεγες χριστιανή μου ότι δεν είχε σώβρακα ο γιός σου κι έπρεπε να του φέρουμε μια δωδεκάδα θα τούφερνα και η μάνα του γαμπρού άρχισε να τσιρίζει ότι εμένα ο γιός μου τάχει όλα του και τα σώβρακά του και όλα τα καλά του αλλά έτσι είναι το έθιμο κι εσείς δεν το κάνατε και γίναμε ρεζίλι σ' όλο το χωριό που περίμενε να δει το σώβρακο του γαμπρού και το βρακί της νύφης που τα φέρνει ο κουμπάρος και πρέπει νάναι μεγάλα και μπόλικα και τώρα τι θα τους δείξουμε που ρεζιλευτήκαμε γιατί δεν ξέρατε τι σας γίνεται και μας κουβαλήσατε μαστραπάδες και γυαλικά απ' το γυαλοπώλη κι όχι τα πρέποντα κατά τα εθίματά μας και γυαλικά αγοράζω όσα θέλω απ' τον έμπορα που περνάει αλλά το σώβρακο και το βρακί του νουνού δεν μπορώ να τα κάνω μόνη μου κι εμείς είμαστε πολύ εντάξει γιατί τόσες κουβέρτες της νεροτριβής και σεντόνια καραμελλωτά βάλαμε στην κουμπάρα κι εσείς ένα βρακί δεν ήσασταν άξιοι να φέρετε.

Τότε έγινε ένα πράμα που δεν ξέρω τι ήτανε ακριβώς αλλά έγινε όπως φυσάει πολύ και ξεριζώνει τα δέντρα το χειμώνα κάπως έτσι. Ο παππούς μου ο Δημητράκης άρχισε να γκαρίζει βρε αναχαθείτε ζώα που θα μου πεις εμένα τέτοια πράματα που ξελουριστήκαμε να κάνουμε τόσα έξοδα κι ευχαριστώ δεν έχετε παρά κοιτάτε τα σώβρακα και τα βρακιά κι αν είχατε τέτοια έθιμα να μας το λέγατε όχι να κρεμάτε τα μούτρα σας και να μας προσβάλλετε και να λέτε τόσα πράματα που σας κουβαλήσαμε μαστραπάδες κι ο μπαμπάς μου είπε πάμε να φύγουμε αμέσως και η γιαγιά μου η Κασσιανή φώναζε τι να σου πω κυρά μου τέτοια πράματα ούτε στον εφιάλτη μου δεν τάχω δει αχάριστοι άνθρωποι και η μαμά μου έλεγε πάμε να φύγουμε αμέσως όπως ο μπαμπάς μου κι εγώ είπα βρε αει στο διάλο δυνατά κι όχι από μέσα μου γιατί ήθελα να το πω και κόντευα να σκάσω και μετά βρεθήκαμε όλοι στην Ποντικάρα και γυρίσαμε σπίτι μας σκασμένοι και σ΄όλο το δρόμο αυτά συζητάγανε και λέγανε και λέγανε τα ίδια και τα ίδια και κόντευε να με πάρει ο ύπνος μέχρι που άκουσα τη γιαγιά μου την Κασσιανή να λέει εγώ φταίω που έβαλα και το παιδί με το ζόρι να τους παντρέψει τους σιχαμένους αλλά τι περιμένεις από ανθρώπους που τους κάναμε τέτοιες πορσελάνες κι αυτοί θέλανε σώβρακα και βρακιά ήμαρτον Κύριε και τότε έπεσε ένα γέλιο μα ένα γέλιο μέσα στην Ποντικάρα και η Μαριέττα μας φώναζε ... "Μπα σε καλό σου κυρία τώρα που κατούρησα και το δικό μου βρακί απ΄τα γέλια θα μου πάρεις καινούργιο μη θυμώσω κι εγώ;" ....


Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα !!! 
Και τις κουβέρτες πάνω στον καυγά δεν τις πήραμε μαζί μας. Τις αφήσαμε πεσκέσι του γαμπρού που δεν του πήραμε το σώβρακο.....













Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Χειμωνιάζει και μαζευόμαστε επιτέλους



Καλό μήνα αγαπημένοι μου !
Μου λείψατε αφάνταστα όλο αυτό τον καιρό αλλά ...... 
Τι να πρωτομαζέψω η εγγονή .... της γιαγιάς μου;
Τα μυαλά μου που τα πήρε ο αέρας των διακοπών και τα 'σερνε στις θάλασσες; Βλέπεις κάτι ο ρομαντισμός που με δέρνει ανηλεώς, κάτι οι ζέστες αδύνατον να μπαστακωθώ να γράψω μια αράδα.
Το σπίτι μου που το βρήκα σαν της τρελλής τα μαλλιά μόλις γύρισα κι έπιασα να βολεύω όλα τα τσουρούκου μουρούκου και κοντεύω να γυρίσω το μέσα έξω κι ακόμα τελειωμό δεν έχω;
Το σχολείο που άρχισε ανηλεώς κι αυτό κι όλοι "μα κυρία" και "μα κυρία" το πάνε κι άντε εγώ να βρω τη μωβ ροζ διάθεση που απαιτεί το παρόν μπλογκάκιον;
Πάντως μετά μεγάλης ευχαριστήσεως διαπίστωσα ότι είστε όλοι καλά και στις θέσεις σας, δόξα σοι ο Μεγαλοδύναμος !
Και .. επιτέλους χειμωνιάζει κι ο καιρός είναι ότι πρέπει για γούτσου γούτσου μωβ ροζ με λαμπερά γκλιτεράκια παραμυθένια...
Θα τα λέμε λοιπόν από δω ξανά και τακτικά πια...
Ασε που όλο το καλοκαίρι είχα τακτική επικοινωνία με τη γιαγιά μου την Κασσιανή που έκανε τα λουτρά της στην Αιδηψό και πήρα την άδειά της για τις επόμενες ιστορίες της που θα δημοσιεύσω....
Αντε λοιπόν ... καλώς βρεθήκαμε, πολλά πολλά φιλιά σε όλους και καλό μας χειμώνα !!!!!


Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Ρίκο ρίκο ρίκοκο, γλυκάκι κουταλιού βερύκοκο !


Η γιαγιά Κασσιανή στα νιάτα της
Αγαπημένα μου φιλαράκια καλημεροκαλησπέρες ,
Οσο εσείς δροσίζεστε σε παραλίες και βόλτες εγώ ανακατεύω παλιά δεφτέρια......
Ψάχοντας λοιπόν παλιά γραπτά και μυστικά της μαμάς και της γιαγιάς ανακάλυψα επιτέλους το γλυκό κουταλιού ΒΕΡΥΚΟΚΟ που έφτιαχναν και ήταν υπέροχο (μιλιόταν πολύ, κατά τη γλώσσα της εποχής) !!! 
Είχαμε τότε στην αυλή μας μια βερυκοκιά Διαμαντοπούλου με κάτι βερύκοκα μέλι !
Η Μαριέττα μας έκοβε την αναλογούσα ποσότητα για το γλυκό (αν και μικρά έδιναν εκπληκτικό γλυκό) πριν προλάβουμε να κάνουμε επιδρομή εμείς οι μικροί ούνοι που τρώγαμε τα βερύκοκα απ' το δέντρο μέχρι που μας έπιανε η κοιλιά μας και μας τρέχανε....

Η συνταγή μεταφέρεται ακριβώς όπως τη βρήκα στο παλιό τετράδιο της γιαγιάς Κασσιανής.

ΔΙΑ ΓΛΥΚΟΝ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ΒΕΡΥΚΟΚΟΝ

Χρειαζόμεθα :
60-70 βερύκοκα άωρα (να κρατούν ελαφρώς) * βγαίνουν περίπου 4 κιλά
παρόμοια ποσότητα σακχάρεως
4 ποτήρια νερό
Χυμός 2 λεμονίων
καβουρδισμένα λευκά αμύγδαλα (προαιρετικώς διότι σε πολλούς δεν αρέσει αυτό)
ασβεστόνερον

Εκτέλεσις
Πλένομεν καλά τα φρούτα και με το χονδρό βελονάκι (ενν. βελονάκι πλεξίματος) βγάζομεν ένα - ένα τα κουκούτσια τα οποία φυλάσσομεν δια λικέρ που κατασκευάζομεν κατόπιν.
Ξεφλουδίζομεν τα βερύκοκα προσεκτικά.
Εχομεν ετοιμάσει το ασβεστόνερον ως εξής : διαλύομεν καλά 100 γραμμάρια ασβέστη άσβεστον εις μεγάλην λεκάνη με αρκετό νερό (ενν. 3 λίτρα), και ρίπτομεν μέσα στο ασβεστόνερον αυτό τα βερύκοκα να σταθούν δια 3 ώρες.
Κατόπιν, τα ξεπλένομεν πολύ καλά εις πολλά νερά και στο τέλος ένα ένα κάτω από τον βρύσιν. Τα αφήνομεν να στραγγίσουν εις το τρυπητόν.
Βάζομεν από ένα λευκό αμύγδαλον εις κάθε βερύκοκον εάν θέλομεν.
Αφού στεγνώσουν καλά ετοιμάζομεν το σιρόπι να βράσει 10 λεπτά και ρίπτομεν τα βερύκοκα να βράσουν μέσα σε φωτιά δυνατή 10 λεπτά ακόμη. Ξαφρίζομεν καλά με την τρυπητήν κουτάλα.
Αφήνομεν όπως είναι όλη τη νύκτα ή τουλάχιστον 7 ώρας. Σκεπάζομεν την κατσαρόλαν με καθαρήν βαμβακερήν πετσέτα να μην πάνε έντομα.
Το πρωί βγάζομεν προσεκτικώς τα φρούτα ένα ένα με την τρυπητήν διότι έχουν βγάλει νερόν και πρέπει να δέσομεν πάλι το σιρόπι. Μόλις ετοιμασθεί το σιρόπιν ρίπτομεν πάλι μέσα τα φρούτα και βράζομεν εις μέτρια φωτιά το γλυκό για 10 λεπτά. Ρίπτομεν τον χυμόν των λεμονίων και παίρνει την τελευταίαν βράσιν.
Αποσύρομεν από την εστίαν και γεμίζομεν αμέσως καθαρά βάζα.
Φυλλάσσομεν εις καθαρόν ερμάριον κλειστόν.

Η φωτό από το διαδίκτυο. 

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Καλό μήνα φιλαράκια


Καλό μήνα φιλαράκια μου !!
Παρατεμπέλιασα  ... δε λέω, αλλά θα επανορθώσω σύντομα με φρέσκιες ιστορίες της γιαγιάς μου της Κασσιανής που ετοιμάζει ήδη τα μπανιερά μας για  ..... τρελλά γέλια ....

Να περνάτε όμορφα !!!
Με την αγάπη μου
Σόφη


Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ενας λαμπερός Απρίλης



Τον Απρίλη εμάς στο σπίτι μας όλους κάτι μας έπιανε δηλαδή ο καθένας μας είχε το δικό του κάτι και δεν μας έπιανε ευτυχώς όλους το ίδιο. 
Την Γιαγιά μου την Κασσιανή την έπιανε αμόκ γιατί ερχότανε λέει το Πάσχα και όλο φοβότανε ότι δεν θα προλάβει τα εκατομμύρια δουλειές που είχε και μας φοβέριζε ότι αλλοίμονό μας αν δεν προλάβει να κάνει το σπίτι μέσα έξω και τα γλυκά της τα ανοιξιάτικα αλλά πάντα τις προλάβαινε όλες τις δουλειές ευτυχώς και γλυτώναμε από ποιός ξέρει τι μαρτύρια που είχε σκοπό να μας κάνει.
Τον παππού μου το Δημητράκη τον έπιανε μια μανία να παίζει πρέφα με κάτι άλλους γέρους που ήτανε φίλοι του γιατί δεν άντεχε το αμόκ της γιαγιάς μου της Κασσιανής που του έλεγε όλη την ώρα "μα μέσα στα πόδια μου θα είσαι χριστιανέ μου συνέχεια άντε και παραέξω" κι αυτός της έλεγε "Καλά Κασσιανάκι μου θα βγω με τα παιδιά" αλλά τι σόι παιδιά ήτανε αυτοί οι φίλοι του που ήτανε κάτι γέροι σάψαλα ποτέ δεν κατάλαβα κι έλεγα από μέσα μου πάει ο παππούς μου μουρλάθηκε κι αυτός σαν τον γερο Μασούρα που δεν ήξερα τι ήτανε αλλά έτσι το λέγανε οι μεγάλοι. 
Τη Μαριέττα μας την έπιανε τεταρταίος πυρετός αλλά δεν έπεφτε στο κρεββάτι δηλαδή ούτε και πυρετό είχε αλλά έτσι το λέγανε επειδή η γιαγιά μου η Κασσιανή τη στρίμωχνε στις δουλειές γιατί όλο ερχότανε αυτό το Πάσχα τον Απρίλη και ποτέ δεν καθυστερούσε και της Μαριέττας μας της έβγαινε το λάδι και τρέχαμε εμείς με τον αδελφό μου να μαζέψουμε το λάδι της Μαριέττας μας που της έβγαινε να μη λαδώσει κάτω αλλά ποτέ δεν το βρίσκαμε και τελικά θυμώναμε και της λέγαμε είσαι ψεύτρα είσαι ψεύτρα γιατί δεν βλέπαμε το λάδι που της έβγαινε αυτηνής.
Τη μαμά μου την έπιανε μία εαρινή κόπωσις όπως έλεγε ο γιατρός ο κύριος Μπαχώμης που ερχότανε να τη δει και όλο στο κρεββάτι καθότανε μετά η μαμά μου και της πήγαινε ο μπαμπάς μου στιμένη πορτοκαλάδα και της χάιδευε τα μαλλιά και της έλεγε μη σηκωθείς αγάπη μου κάτσε να αναπαυθείς κι αυτή όλο του χαμογελούσε και κοιταζόντουσαν σα βλαμμένοι και γελούσανε μοναχοί τους και μετά ο μπαμπάς μου έκλεινε την πόρτα του δωματίου και δεν βλέπαμε τι κάνανε και μια φορά ο αδελφός μου είπε να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα αλλά εγώ του είπα α να χαθείς βλαμμένο εγώ δεν κοιτάω και δεν κοίταξε ούτ' αυτός. 
Τον μπαμπά μου δεν τον έπιανε τίποτα εκτός από αυτή τη μανία να προσέχει τη μαμά μου να αναπαυθεί και να τη χαϊδολογάει όλη την ώρα και να της κουβαλάει φρέζιες που της αρέσανε πολύ της μαμάς μας και τούλεγε Γιώργο μου σ' ευχαριστώ και Γιώργο μου είσαι θησαυρός ανεκτίμητος και τέτοιες αηδίες που καθόλου δεν μας αρέσανε εμάς αλλά αυτωνών τους άρεσε φαίνεται .
                     
Τον αδελφό μου που γενικά ήτανε βλαμμένο όπως σας έχω ξαναπεί αλλά πολύ τον αγαπούσα τον έπιανε μια αλλεργία από κάτι λεύκες που είχαμε στο δρόμο μας και γεμίζανε κάτι παλιοχνούδια που πετάγανε και γεμίζανε όλο τον τόπο και όλο φταρνιζότανε αυτός μέρα νύχτα και του έβραζε η Μαριέττα μας ευκάλυπτο να κάνει λέει εισπνοές να ξεβουλώνει η μύτη του που έκανε σαν καραμούτζα όπως έλεγε ο θείος Αριστοτέλης και όλοι τον κοροϊδεύανε τον αδελφό μου και του λέγανε να πάει στη Φιλαρμονική να παίζει καραμούτζα τζάμπα.  
Εμένα με έπιανε η μανία του ποδήλατου και ήθελα να κάνω όλη την ώρα και έπαιζα με το Μίμη και τη Ρίτσα απέναντι και κάναμε κόντρες με τα ποδήλατα και τρώγαμε τα μούτρα μας κάτω στη γωνία της Παλαμά και σβαρνίζαμε χάμω και κυλιόμαστε σαν τα γουρούνια στον κήπο και περνάγαμε πάρα πολύ ωραία και μετά με έχωνε η Μαριέττα μας στο λουτρό και με ξεβρώμιζε με τις ώρες και η γιαγιά μου η Κασσιανή σταυροκοπιότανε κι έλεγε Βαγγελίστρα μου κορίτσι είναι τούτο να σβαρνίζεται με τα ποδήλατα κι εγώ της έλεγα ναι μωρέ κορίτσι είμαι κι αυτή μου έλεγε να δούμε ποιός θα σε πάρει εσένα και τότε εγώ έτρεχα με τις σαπουνάδες στη μαμά μου που αναπαυόταν και της έλεγα αυτήηηηη μου λέεεειιιιιι ότι δεν θα με πάρειιιιιιιιιιι κανέεεεεναααααςςςς κι εκείνη γελούσε και φώναζε Μαριέττα σκούπισε το παιδί που στάζει μην κρυώσει ....
Και ποτέ δεν μου έδωσε απάντηση αν θα με πάρει κανένας !!!!!!!!!!



Kαλό μας Απρίλη φιλαράκια μου  !!!

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Εφτιαξα μαρμελάδα νεράντζι ... θαύμα. Και λικεράκι ετοιμάζεται .....


Τις τελευταίες μέρες από Σόφη έγινα Νεραντζούλα. Εκανα μαρμελάδα και λικέρ νεράντζι. 
Μάζεψα ποσότητες από τα υπέροχα, λαμπερά νεράντζια από τις κατάφορτες νεραντζούλες μου και το καταχάρηκα. Για το πλύσιμό τους δεν στεναχωρήθηκα καθόλου... τα έριξα στη μπανιέρα και τα περιποιήθηκα ένα ένα με το βουρτσάκι....



Ας δούμε λίγα γενικά πράγματα για την ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙ, το ΛΙΚΕΡ αλλά και την νεραντζιά γενικά  :

Η μαρμελάδα νεράντζι είναι πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες ικανοποιεί τα δύσκολα γούστα που δεν θέλουν έναν ακόμα γλυκό πολτό αλλά μια φρουτένια δυνατή μαρμελάδα που να χαρίζει άρωμα στο στόμα και να ξυπνάει τις αισθήσεις.
Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς συνταγές για τέτοια μαρμελάδα στην Ελλάδα γιατί οι περισσότεροι προτιμούν τα πιο γλυκά φρούτα και "σνομπάρουν" τα πολύτιμα νεράντζια που έχουν πολλές ευεργετικές ιδιότητες και μάλιστα για παθήσεις όπως ο διαβήτης, ο πονόλαιμος, το άσθμα, τα γαστρεντερολογικά προβλήματα κλπ.
Οι καλύτερες συνταγές που μπορείτε να βρείτε είναι κυρίως αγγλικές ή γαλλικές γιατί η μαρμελάδα αυτή συνηθίζεται πολύ στην κεντρική Ευρώπη όπου τα φρούτα αυτά είναι γνωστά ως "πικρά πορτοκάλια"
Η νεραντζιά γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, είναι το αρχικό υποκείμενο πάνω στο οποίο εμβολιάζονται πορτοκαλιές, λεμονιές και μανταρινιές και είναι ένα πολύ ανθεκτικό στις ασθένειες δέντρο με μεγάλη διάρκεια ζωής. Τα άνθη και τα φύλλα της αν αποξηρανθούν δίνουν εξαιρετικό αφέψημα για την μείωση του ζαχαρώδη διαβήτη και επίσης δίνουν το περίφημο αιθέριο έλαιο "neroly" το οποίο χρησιμοποιείται στα καλύτερα καλλυντικά και θεωρείται από τα εκλεκτότερα στην αρωματοποιϊα και στην φαρμακευτική.
Είναι μύθος ότι τα νεράντζια δεν ξεπικρίζουν ή χρειάζονται μεγάλη προετοιμασία. Ξεπικρίζουν ωραιότατα και μάλιστα ανάλογα με το πόσο θέλουμε. Εξαρτάται πάντα από μας.

Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΜΟΥ

Υλικά

15 μεγάλα νεράντζια (πλυμμένα καλά με βούρτσα για να φύγουν οι σκόνες από την πορώδη επιφάνειά τους)
600-800 γραμμάρια ζάχαρη λευκή κρυσταλλική (δοκιμάζοντας την ώρα που βράζει)
Χυμός ενός λεμονιού
Λίγο ουίσκυ για άρωμα

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Αφού πλύνουμε καλά τα νεράντζια τα κόβουμε στα 4 και τα ρίχνουμε σε μεγάλη κατσαρόλα με νερό να βράσουν 10 λεπτά. Σουρώνουμε το νερό και τα αφήνουμε να κρυώσουν μέσα στην κατσαρόλα. Αργότερα, αφού κρυώσουν ξεκαθαρίζουμε τα σποράκια τους και τα βάζουμε σε τούλι γιατί έχουν πολύ πηκτίνη και πήζει ωραία η μαρμελάδα μας.
Κόβουμε τα φρούτα σε πιο μικρά κομμάτια και λίγα λίγα τα πολτοποιούμε στο μπλέντερ (μπορεί να χρειαστεί να βάλουμε λίγο νεράκι σε κάθε δόση για να μη μας κολλάει).
Οταν πολτοποιηθούν όλα τα βάζουμε σε μεγάλη κατσαρόλα μαζί με το τούλι με τα σποράκια να βράσουν. Προσθέτουμε τη ζάχαρη και δοκιμάζουμε. Αν χρειαστεί προσθέτουμε κι άλλη μέχρι να γίνει όσο γλυκό θέλουμε. Προσέχουμε το τούλι να μην κολλήσει κάτω στην κατσαρόλα και καεί (το αφήνω για μερικά λεπτά και το αποσύρω).

 
Προσέχουμε επίσης τον βρασμό γιατί πετάει και μπορεί να μας πασαλείψει και να μας κάψει.
Παρακολουθούμε το βράσιμο της μαρμελάδας συνεχώς και ανακατεύουμε να μην κολλήσει. Οταν αρχίζει να δένει στέκεται στο κουτάλι και όπως περνάμε μέσα την κουτάλα ανοίγει "δρόμο". Οταν πιει όλα τα υγρά της και δέσει καλά είναι έτοιμη. (Δοκιμή με την κουτάλα στην κατσαρόλα).
Ρίχνουμε τον χυμό λεμονιού και ανακατεύουμε καλά.
Η υφή της είναι πορώδης και κρουστή με ωραίο λαμπερό πορτοκαλί χρώμα.
Ρίχνουμε λίγο ουίσκυ και ανακατεύουμε πάλι
Την βάζουμε καυτή σε αποστειρωμένα βάζα, τα κλείνουμε και τα γυρίζουμε ανάποδα.

Η γεύση της γλυκόπικρη ... αλλά με το γιαούρτι απογειώνεται ! Το κάτι άλλο !




ΛΙΚΕΡ ΝΕΡΑΝΤΖΙ
Το μόνο που μπορώ να σας πω προς στιγμήν είναι ότι έτριψα τις φλούδες με καστανή ζάχαρη για να πάρουν μελένια γεύση, τις έριξα σε γυάλα που γέμισα με βότκα και έβαλα τη γυάλα σε σκοτεινό μέρος. Σε κανένα μήνα θα το απολαύσουμε και τότε θα δούμε τι κατάφερα....