Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Σώβρακα και πορσελάνες


Τη σημερινή ιστοριούλα τη θυμήθηκα χάρη σε μια ανάρτηση της φίλης Μόσχας Χατζηνικολή.


Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1972 όπου, εξαιτίας της μανίας της γιαγιάς μου της Κασσιανής να τελώ διάφορα μυστήρια ήτοι γάμους, βαπτίσεις και τα λοιπά, και έχοντας γίνει ήδη δυο φορές νονά σε ηλικία 6 και 8 ετών, γίνομαι για πρώτη φορά κουμπάρα με το ζόρι σε γάμο σε κάποιο χωριό της νότιας Εύβοιας σε ηλικία 12 ετών... Σπαρταριστικές λεπτομέρειες επί σκηνής....




Βρε εγώ αυτόν τον πως τον λένε δεν τον παντρεύω που να χτυπιόσαστε και να κοπανιόσαστε στο γουδί της Μαριέττας ξεφώνιζα στα μούτρα της γιαγιάς μου της Κασσιανής που σταυροκοπιότανε και μ' έταζε στην Αγία Βαρβάρα του Ψυχικού που γινόντουσαν όλοι οι αριστοκρατικοί γάμοι. Κι επειδή αυτός ο Ντίνος δηλαδή είναι βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη πρέπει εγώ να τον παντρέψω στα καλά καθούμενα συνέχιζα εγώ και συνέχισε κι η γιαγιά μου η Κασσιανή να με τάζει στην Αγία Βαρβάρα να συνέλθω και να σταματήσω να ουρλιάζω σαν να μ΄έχουνε τσιμπήσει όλες οι μέλισσες της δαμασκηνιάς του κήπου. 

Σταμάτα παιδί μου έλεγε αυτή είναι πολύ καλό για την υγεία σου και την προκοπή σου να κάνεις μυστήρια αλλά εγώ το μόνο μυστήριο που ήξερα ήτανε το μυστήριο του δεκαπενταετούς πλοιάρχου του Ιουλίου Βερν που διάβαζα μετά μανίας και κανένα καλό δεν έβλεπα στην υγεία μου που ήτανε μια χαρά δηλαδή. 
Ομως τη γιαγιά μου την Κασσιανή άμα την έπιανε αυτή η λύσσα με την υγεία μας και την προκοπή μας σκαρφιζότανε ένα σωρό αηδίες να μας λέει για να περάσει το δικό της και τέλος πάντων επειδή το είχε αποφασίσει αυτή και όλοι οι άλλοι και τζάμπα ξεφώνιζα εγώ κι έγδερνα το λαιμό μου γιατί είχανε αρχίσει κιόλας τις ετοιμασίες να κουβαληθούμε σ' ένα χωριό που δεν ήξερα και δεν είχα ξαναπάει και να παντρέψουμε αυτόν τον περιβόητο Ντίνο που ούτε αυτόν τον ήξερα κι ούτε ήθελα να τον μάθω και για να με πείσουνε αρχίζανε να μου τάζουνε τον ουρανό με τ' άστρα πούλεγε η Μαριέτα μας κι εγώ βρήκα ευκαιρία και τους έβαλα να μου υποσχεθούνε καινούργιο ποδήλατο και τελικά είπα εντάξει θα τον παντρέψω αυτόν τον Ντίνο και κάνανε όλοι αααα μπράβο και ααα εντάξει και μετά ησυχάσαμε. 
Τι ησυχάσαμε δηλαδή που τότε άρχισε ο γάμος του Κουτρούλη που ποτέ δεν καταλάβαινα τι θα πει αλλά μάλλον ήτανε αυτό που αρχίζανε η μαμά μου με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τη θεία Δώρα να τρέχουνε στα μαγαζιά να ψάχνουνε για τις λαμπάδες και τα στέφανα και τα δώρα που θα κάνανε στο γαμπρό και στη νύφη που έπρεπε να τους παντρέψω εγώ για την υγεία μου και την προκοπή μου. Κι όσο αυτές τρέχανε στα μαγαζιά με σέρνανε κι εμένα μαζί και ξεποδαριαζόμαστε να τρέχουμε στην οδό Ερμού και στην οδό Αγίου Μάρκου και στην οδό Ευαγγελιστρίας που είχε όλο λαμπαδοστέφανα και δώστου κοιτάζαμε το ένα και κοιτάζαμε το άλλο, δηλαδή αυτές κοιτάζανε γιατί εγώ βαριόμουνα, και τα θέλανε όλα τέλεια λέγανε γιατί ο Ντίνος ήτανε βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη και μη γίνουνε ρεζίλι στον κόσμο και να είναι τα στέφανα από γνήσιο δέρμα έλεγε η μαμά μου και τελειωμό δεν είχανε αυτές οι μουρλές όπως τις έλεγα από μέσα μου και το ίδιο έλεγε κι ο παππούς μου ο Δημητράκης καμμιά φορά απέξω του άμα ήτανε θυμωμένος. 


Κι αφού βρήκανε τα καλύτερα και κάνανε τς τς τς έκτακτα είναι και πω πω υπέροχα και τέτοιες λαμπάδες όλο τούλι και σατέν είχαν και στο γάμο του Κωνσταντίνου με την Αννα Μαρία που δηλαδη εγώ αυτούς τους κουμπάρους δεν θυμόμουνα πότε τους είχαμε παντρέψει γιατί ήμουνα μικρή αλλά μετά ρώτησα τη γιαγιά μου την Κασσιανή πότε τους παντρέψαμε αυτούς και μου είπε σουτ εσύ κι εγώ είπα από μέσα μου βρε αει στο διάλο γιατί τότε είχα πάθει αυτή την αρρώστια την εφηβεία και όλο αει στο διάλο έλεγα αλλά από μέσα μου.
Μετά όμως που ξεμπερδέψαμε από τα λαμπαδοστέφανα του Ντίνου αρχίσαμε να τρέχουμε πάλι στα μαγαζιά να μου βρούνε καλό φουστάνι που θα ήμουνα εγώ η κουμπάρα και καθόλου δεν μου άρεσε που θα φόραγα καλό φουστάνι γιατί άμα είσαι κορίτσι και έχεις αυτή την αρρώστια την εφηβεία κοιμάσαι με το μπλουτζήν και δεν θέλεις να το βγάλεις και να βάλεις αηδίες με δαντέλες και αζούρ και καραγκιοζιλίκια που θέλουνε να σου βάλουνε η μαμά σου και η γιαγιά σου η Κασσιανή. Ομως αυτές δεν με ακούγανε που ξεφώνιζα ότι θα πάω στο γάμο με το μπλουτζήν και η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε έχεις βαλθεί να με πεθάνεις τέρας και άκου εκεί να πάει με το παλιομπλουτζήν που της έγινε τομάρι της γίδας απάνω της και θα λένε οι άνθρωποι ότι δεν έχουμε να ντύσουμε το παιδί μας και θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών στο χωριό κι εγώ έλεγα από μέσα μου βρε δεν πάτε να γίνετε ρεζίλι και των άγριων κουνελιών σκασίλα μου. 
Αυτές όμως δεν κάνανε πίσω με τίποτα και με τραβολογούσανε στον Ανδρεάδη στην οδό Ερμού που είχε τα καλύτερα παιδικά ρούχα και όλο εκεί ψωνίζανε τα καλά μου και μου βρήκανε ένα φουστάνι ροζ που ήτανε όλο κέντημα και το καμαρώνανε μοναχές τους και είχανε ξετρελλαθεί που αυτό ήτανε γαλλική δαντέλα κιπούρ πανάκριβο κι εγώ κατέβασα τα μούτρα μου γιατί σκεφτόμουνα τι θα έλεγε η κολλητή μου η Αποσκίτου στο σχολείο και οι άλλες που θα κοροϊδεύανε άμα με βλέπανε γιατί εμείς άμα βγαίναμε έξω φοράγαμε όλες μπλουτζήν και ντάφλ κόουτ δηλαδή μοντγκόμερυ και η Αποσκίτου είχε και αμπέχωνο στρατιωτικό αληθινό αλλά δεν ξέρω πού το είχε βρει κι άμα με βλέπανε αυτές ντυμένη σαν τη Μαρία Αντουανέτα θα πέφτανε κάτω από τα γέλια και θα με λέγανε βλαμμένο κι άρχισα να μουρμουράω ότι εγώ αυτή την αηδία δεν την φοράω και η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε θα το φορέσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι αμάν πια.


Και επειδή με είχε πιάσει το πείσμα μου κι σκούνταγα τη μαμά μου και της έκανα νοήματα ότι εγώ αυτή την αηδία δεν τη φοράω αυτή μου είπε στ΄αυτί τι στεναχωριέσαι βρε κουτό καλοκαίρι είναι δεν θα το μάθουνε οι φίλες σου και μετά σκέφτηκα ότι είχε δίκιο και επειδή πείναγα κιόλας άρχισα άλλη γκρίνια ότι πεινάω και πάμε να φύγουμε και πήραμε το φουστάνι και φύγαμε ευτυχώς.
Το περίεργο είναι ότι αυτή η αηδία το φουστάνι άρεσε σε όλους στο σπίτι μας και στο μπαμπά μου και στον παππού μου τον Δημητράκη και στη Μαριέττα μας που με έφτυνε να μη με ματιάσει κι εγώ σκουπιζόμουνα που σιχαινόμουνα να με φτύνει αυτή κι αυτή δώστου φτου σου κοπέλα μου φτου σου κοπέλα μου και στις χαρές σου και νυφούλα να σε καμαρώσουμε κι εγώ έλεγα μέσα μου βρε αει στο διάλο κι εσύ.
Το μόνο που λείπει τώρα είναι να πάρουμε και τα δώρα του γάμου και είμαστε πανέτοιμοι έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή και κάνανε με τη μαμά μου και τη θεία μου τη Δώρα που ήτανε αδελφή της μαμάς μου τα σχέδια τι θα αγοράσουνε σ' αυτούς τους κουμπάρους που καθόλου δεν ήθελα να τους παντρέψω αλλά αυτές το βιολί τους κι έτσι πήγαμε στο ΑΚΡΟΝ γιατί εκειπέρα ψώνιζανε αυτές τα δώρα και τα είδη σπιτιού και όλο κουβαλάγανε στο σπίτι κάτι τεράστιες κουτάρες και ότι ήτανε από το ΑΚΡΟΝ λέει ήτανε πολύ καλό και ο μπαμπάς μου άμα έβλεπε τις κουτάρες και τις σακκουλάρες που κουβαλάγαμε στο σπίτι μας από το ΑΚΡΟΝ έλεγε ότι έχουμε χτίσει το μισό μαγαζί και θα γίνουμε συνεταίροι με τον Μεϊμαρίδη.


Πέσανε λοιπόν με τα μούτρα η μαμά μου και η γιαγιά μου η Κασσιανή και η θεία μου η Δώρα να διαλέγουνε τα δώρα του γάμου που θα κάναμε στους κουμπάρους και επειδή ήτανε πρακτικές αυτές θέλανε να πάρουνε πιάτα και φλυτζάνια και μαχαιροπήρουνε στο καινούργιο ζευγάρι δηλαδή στους κουμπάρους για να έχουνε να τρώνε στο σπιτικό τους που εγώ άμα άκουγα αυτή τη λέξη σπιτικό γινόμουνα θηρίο γιατί πολύ με νευρίαζε αλλά δεν ξέρω γιατί. Τέλος πάντων η μαμά μου διάλεξε ένα καταπληκτικό σερβίτσιο πιάτα με χρυσό απάνω 72 κομμάτια έλεγε η μαμά μου και το τόνιζε το 72 που ήτανε λέει πλήρες σερβίς φαγητού αγγλική πορσελάνη Τζόνσον όλα από δώδεκα, και η μαμά μου άμα ήτανε Τζόνσον κάτι πάθαινε σαν καταληψία όπως μια θεούσα φίλη της γιαγιάς μου της Κασσιανής που θα σας πω άλλη φορά. 
Ομως το σερβίτσιο ήτανε πάρα πολύ ωραίο κι εμένα μου άρεσε και η μαμά μου έλεγε πώς άμα παντρευτώ εγώ θα μου πάρει κι εμένα και μετά η θεία μου η Δώρα διάλεξε κι αυτή ένα ίδιο Τζόνσον σερβίς τσαγιού 40 τεμαχίων από δώδεκα φλυτζάνια τσαγιού και πιατάκια και πιάτα της πάστας και τσαγιέρα και γαλατιέρα και άλλα δυο που δεν θυμάμαι και μετά ανεβήκαμε στον αποπάνω όροφο που ήτανε τα καλά μαχαιροπήρουνα και η γιαγιά μου η Κασσιανή διάλεξε μια κασσετίνα με 72 κομμάτια μαχαιροπήρουνα Κριστόφλ που ήτανε πολύ της μόδας και τα καλύτερα και μετά πήγαμε στο ταμείο να τα πληρώσουμε κι εκεί λέγανε αυτές πανάκριβα πανάκριβα βρε παιδί μου πέντε μισθούς κάνουνε αλλά αξίζουν και χαλάλι για το ζευγάρι μια ζωή θα τους μείνουνε και μετά δώσανε ένα σκασμό λεφτά όπως έλεγε και η Μαριέττα μας δηλαδή πάρα πολλά χιλιάρικα και δώσανε εντολή για αμπαλάζ δώρου και να μας τα στείλουνε στο σπίτι γιατί ούτε με το ταξί δεν μπορούσαμε να τα κουβαλήσουμε και ήτανε πολύ ευχαριστημένες από τέτοια ωραία ψώνια και λέγανε πόσο θ' αρέσανε αυτά στους κουμπάρους.  


Κι αφού τελειώσανε όλες οι προετοιμασίες πήγανε όλες τους κομμωτήριο μέχρι και η Μαριέττα πήγε που αυτή δεν πήγαινε ποτέ αλλά αυτή τη φορά πήγε και ο μπαμπάς μου με τον παππού μου τον Δημητράκη πήγανε στο κουρείο στον κ. Γουρουνά που πηγαίνανε εκειπέρα από παλιά γιατί αυτός είναι κεντρώος σαν τον μπαμπά μου και τον παππού μου τον Δημητράκη και μετά, το μεσημέρι, φορτωθήκαμε στην Ποντικάρα του θείου Μπάμπη όλοι εμείς 8 άνθρωποι και οι κουτάρες με τα δώρα και πήγαμε στο χωριό να κάνουμε αυτό τον περιβόητο γάμο. Ευτυχώς που η Ποντικάρα μας χώραγε γιατί ήτανε σαν αεροπλάνο. 
Στο δρόμο που πηγαίναμε περάσαμε πολύ ωραία δηλαδή τραγουδούσανε οι μεγάλοι σαν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοιιιιιι και δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες δηλαδή το συνηθισμένο ρεπερτόριο από Αττίκ μέχρι Κάκια Μένδρη και η μαμά μου έριχνε και κανένα Τζίμη Μακούλη που πολύ της άρεσε και η θεία μου η Δώρα τραγουδούσε και τα δειλινάααα μια φωνή μου ψίθυρίζει μυστικά δεν θα γυρίσεις πιαααα κι εγώ ξυνόμουνα που είχα βγάλει ένα άθλιο μπιμπίκι και με διαόλιζε πάρα πολύ και μετά πιάσανε την Νάνα Μούσχουρη και ο παππούς μου ο Δημητράκης μερακλώθηκε και τόριξε στον Θεοδωράκη κι ο μπαμπάς μου σφύριζε τη Μαργαρίτα Μαγιοπούλα κι εγώ έλεγα από μέσα μου άει στο διάλο κι όταν μπήκαμε στον Ωροπό άκουσα για εκατοστή φορά ότι εκειπέρα έχει φυλακές με πολιτικούς κρατούμενους και μετά βρίζανε τον Παπαδόπουλο όλοι μαζί κι εμένα μου είπανε κοίτα μη πεις καμμιά βλακεία στο σχολείο και είπα πάλι από μέσα μου βρε άει στο διάλο εγώ θα τα λέω με τις φιλενάδες μου που τους αρέσουνε αυτά και μετά ο θείος Μπάμπης που ήτανε δεξιός αλλά όχι χουντικός όπως μου είχανε εξηγήσει είπε βρε παιδιά δε λέμε και λίγο Ζαμπέτα να ξεσκάσουμε και αρχίσανε και τραγουδάνε δεν έχει δρόμο να διαβώωωω και αν θα διαβείς τον ουρανόοοοο και φτάσαμε στο φέρρυ μπωτ κι ευτυχώς βγήκαμε στο καράβι να πάρουμε αέρα και να ξεμουδιάσουμε γιατί είχαμε γίνει σαν σαρδέλλες παστές από το στριμωξίδι και τη ζέστη και βλέπαμε τη θάλασσα στο κατάστρωμα.


Εδωσε ο Θεός και φτάσαμε όπως είπε κι η Μαριέττα μας σε κείνο το χωριό που θα κάναμε το γάμο και μας βουτήξανε κάτι συμπεθέροι των κουμπάρων πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και όλο μας φιλάγανε σταυρωτά και μας πήρανε σπίτι τους να μείνουμε εκεί και να κοιμηθούμε. Αυτοί είχανε πάρα πολύ μεγάλο σπίτι από πάνω το σπίτι κι από κάτω είχανε κάτι γαϊδούρια που βρωμάγανε και το πάτωμα είχε τάβλες μεγάλες που κάνανε τράκα τράκα κάθε φορά που περπατάγαμε κι εγώ φοβόμουνα και δεν περπάταγα γιατί έλεγα πώς θα σπάσει το πάτωμα και θα πέσω πάνω στα γαϊδούρια που ήτανε από κάτω και καθόλου δεν ήθελα. Αλλά τα κρεββάτια μας ήτανε πάρα πολύ καθαρά και τα σεντόνια μυρίζανε ωραίο σαπούνι και κοιμήθηκα ξερή μέχρι το άλλο πρωί γιατί ήμουνα πολύ κουρασμένη και είχα και πολύ εφηβεία.
Την άλλη μέρα που σηκωθήκαμε κατάλαβα ότι τέτοιο ωραίο ύπνο δεν είχα ξανακάνει στη ζωή μου και μου είχε φύγει και το μπιμπίκι και είπα μέσα μου πως άμα έρχεσαι στο χωριό σου φεύγουνε τα μπιμπίκια και κοιμάσαι καλά και ίσως να βοηθάνε τα γαϊδούρια που είναι αποκάτω αλλά δεν το είπα σε κανέναν αυτό μόνο το έγραψα στη ημερολόγιό μου που το έσερνα παντού μαζί μου από τότε που έπαθα εφηβεία. Οι συμπέθεροι μας ταϊσανε του πουλιού το γάλα που έλεγε κι η Μαριέττα μας και εμένα με τρελλάνανε στα φιλιά η συμπεθέρα και η πεθερά της που ήτανε δυο καλές χοντρές με κοτσίδες και μαντίλια πρασινολαδί και μυρίζανε ψωμί και σαπούνι και μου λέγανε φτου σου κορίτσι μου και μιλάγανε μεταξύ τους αρβανίτικα που ήτανε μια άλλη γλώσσα τοπική και δεν την καταλάβαινα αλλά είπα πώς θα τη μάθω για να καταλαβαίνω άλλη φορά.
Κι αφού γίνανε όλα αυτά ήρθε επιτέλους η ώρα να πάμε στους κουμπάρους δηλαδή στο σπίτι του γαμπρού που ήτανε βαφτιστικός του παππού μου του Δημητράκη και θα τον πάντρευα εγώ που καθόλου δεν ήθελα όπως σας είπα αλλά τέλος πάντων μια που ήρθαμε να μη γίνουμε ρεζίλι στους ξένους ανθρώπους όπως με είχε χιλιοπαρακαλέσει ο μπαμπάς μου που δεν του χάλαγα χατήρι ούτε κι αυτός σε μένα δηλαδή. Στο σπίτι του γαμπρού μας υποδεχτήκανε με αγκαλιές και φιλιά και είδα και το γαμπρό που τον λέγανε Ντίνο και ήτανε πολύ ωραίο παιδί και μετά μου άρεσε που θα τον πάντρευα εγώ αυτόν και θα γινόμαστε κουμπάροι και φιληθήκαμε και πολύ χαρήκαμε και όλοι χαρήκανε γιατί μάλλον νομίζανε ότι θα πώ καμμιά βλακεία να γίνουμε ρεζίλι αλλά δεν είπα και μετά αρχίσανε οι μεγάλοι να ξεφορτώνουνε τα δώρα με τις κουτάρες και τις βάλανε στην τραπεζαρία που είχανε και άλλα δώρα που φέρνανε οι καλεσμένοι στο γάμο. 
Τα δικά μας επειδή ήτανε των κουμπάρων τα βάλανε στη μέση και η μάνα του γαμπρού που ήτανε θεόχοντρη αλλά αυτή έκανε κουμάντο σε όλα είπε να τα ανοίξουμε να τα βλέπει ο κόσμος που ο Ντίνος της έκανε τέτοιους κουμπάρους και τι δώρα τούφερε ο νουνός του κι εμένα με κείνο το νουνός μου ήρθε κάτι σαν κεραμίδα αλλά είπα από μέσα μου αει στο διάλο δεν θα πω τίποτα μη ρεζιλευτούμε κι αρχίσανε να ανοίγουνε τα Τζόνσον και τα Κριστόφλ και είχανε στηθεί όλες οι κυρίες του χωριού και οι κοπέλλες και κάνανε πω πω τι ωραία έχουνε και χρυσό απάνω και τέτοια είναι βασιλικά πράματα και τα φτύνανε με σάλιο αληθινό όχι όπως μας φτύνουνε στην Αθήνα να μη μας ματιάσουνε και κάνουνε πτου πτου. Οι γριές εκειπέρα τα φτύνανε κανονικά τα πράματα και τα κάνανε σύσκατα αλλά αυτωνών έτσι τους άρεσε και μετά φτύνανε κι εμένα που ήμουνα η κουμπάρα και μου λέγανε στις χαρές μου και στα δικά μου και πολύ χαιρόντουσαν ενώ εγώ καθόλου γιατί σιχανόμουνα τα φτυσίματα και δεν μπορούσα και να μιλήσω γιατί με αγριοκοίταγε η γιαγιά μου η Κασσιανή και μου κανε και νοήματα να χαμογελάω ευγενικά αλλά ευτυχώς είχα αυτό το από μέσα μου κι έλεγα αει στο διάλο με την ησυχία μου. 


Οταν τελειώσαμε με τις κουτάρες ο παππούς μου ο Δημητράκης πήρε το γαμπρό στη μέση της σάλας και του έδωσε δυο χρυσές λίρες και του είπε ότι αυτές είναι μία γι' αυτόν και μία για τη νύφη για να θυμούνται το νονό και να ζήσουνε στεριωμένοι μια χρυσή ζωή κι ο Ντίνος είπε φχαριστώ νουνέ μου και του φίλησε το χέρι κι εμένα παραλίγο να με πάρουνε τα γέλια αλλά με αγριοκοίταξε πάλι η γιαγιά μου η Κασσιανή και δεν γέλασα. Αφού τελειώσανε επιτέλους όλ' αυτά και είχανε στηθεί και τα σερβίτσια σειρά σειρά στην καλύτερη θέση κι όπως έμπαινε τα θαύμαζε και έβλεπα εγώ πως κουτσομπολεύανε κάτι γριές απέναντί μου και κάτι κοπέλλες και καθήσαμε στις καρέκλες μας γιατί δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε η μάνα του γαμπρού άρχισε να μας κοιτάει κάπως περίεργα και μπαινόβγαινε απ΄ το σπίτι στ' αυτοκίνητο που το είχαμε αφήσει έξω στην αυλή και πάλι μας κοίταγε και πάλι μπαινόβγαινε και είπα μέσα μου τρελλή θάναι αυτή αλλά μετά ήρθανε κάτι μουσικοί με βιολιά και λαούτα και βγήκαμε στην αυλή που είχε μαζευτεί κόσμος και είχανε βάλει τραπέζια με φαγητά και χορεύανε κι αρχίσαμε κι εμείς να τρώμε κι εμένα θέλανε να με σηκώσουνε στο χορό αλλά είπα της μαμάς μου εγώ δεν χορεύω και αφήστε με ήσυχη που θα γίνω εγώ ρεζίλι και μάλλον κατάλαβε ότι άμα έχεις εφηβεία σου φταίνε όλα και είπε της γιαγιάς μου της Κασσιανής μην πιέζετε το παιδί μητέρα δεν θέλει.
Ομως εμένα μου είχε κολλήσει και κοίταγα τη μάνα του γαμπρού που μας κοίταγε περίεργα και είχε κατεβάσει κάτι μούτρα μέχρι τα πόδια και ενώ στην αρχή μας φίλαγε και μας γέλαγε μετά κάτι έπαθε και δεν μας μίλαγε αλλά είπα ότι μπορεί να την πόναγε η κοιλιά της γιατί εμένα άμα με πόναγε η κοιλιά μου δεν ήθελα να μιλάω. Αλλά και η αδερφή του γαμπρού είχε πάθει κι αυτή κάτι σαν πονόκοιλο γιατί κι αυτή είχε κατεβάσει τα μούτρα της και μετά κι ο γαμπρός ήτανε κι αυτός κάπως σαν κρύος αλλά έλεγα μέσα μου τι διάλο όλοι πονόκοιλο έχουνε μπορεί να τους πείραξε το φαί και είπα να μη φάω να μη με πιάσει κι εμένα. 
Και την άλλη μέρα που πήγαμε να πάρουμε τη νύφη όπως ήτανε το έθιμο εκειπέρα με βιολιά και λαούτα ο γαμπρός ήτανε πάλι σαν κρύος και η μάνα του και η αδερφή του κι άρχισε η γιαγιά μου η Κασσιανή να νευριάζει και η μαμά μου αλλά ο μπαμπάς μου έλεγε έχουν οι άνθρωποι τις ετοιμασίες τους και κουρασμένοι από το γάμο θα είναι και ο παππούς μου ο Δημητράκης έλεγε μνήσθητί μου Κύριε τι πάθανε αυτοί αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι και μετά εγώ σκέφτηκα ότι θα τον παντρεύουνε με το ζόρι τον Ντίνο και δεν θα θέλει τη νύφη και θα έχουνε τσακωθεί μεταξύ τους κι όταν βγήκε η νύφη με το νυφικό είπα ότι μάλλον αυτό θα είναι γιατί η νύφη ήτανε σαν το σκύλο που χάσαμε και άκουγα κάτι γριές που λέγανε κρίμας το παλλικάρι κι άλλες που λέγανε βρε το βιο παντρεύει το στοιχειό και όταν ρώτησα τη μαμά μου μου είπε ότι η νύφη έχει μεγάλη προίκα αυτό θα πει. Και η Μαριέττα μας όταν είδε τη νύφη είπε ότι είναι σαν σμέρνα κι ο Θεός να φυλάει αυτόν που θα την φιλήσει και η γιαγιά μου η Κασσιανή της είπε σκάσε χαζοβιόλα θα ρεζιλευτούμε στον κόσμο αλλά η Μαριέττα μας άμα έλεγε κάτι είχε δίκιο. 
Κι εγώ που είχα αυτή την αρρώστια την εφηβεία άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ήτανε να φιλάει αυτή το Ντίνο και σιχάθηκα και είπα πως δεν θα παντρευτώ ποτέ μου κανέναν που να μοιάζει με σμέρνα.


Τέλος πάντων τι γάμος ήτανε αυτός δεν ξέρω αλλά εμένα δεν μου άρεσε τίποτα. Ούτε που πήγαμε στην εκκλησία και τους στεφάνωσα εγώ αυτούς με τα ωραία δερμάτινα στέφανα που είχε διαλέξει η μαμά μου και τους άλλαξα και βέρες, ούτε οι ωραίες λαμπάδες που τους είχαμε πάρει τους ταιριάζανε και η Μαριέττα μας μου έλεγε πως η νύφη είναι σαν γάιδαρος με σέλα και με νευρίαζε πιο πολύ ακόμα, ούτε που έβλεπα τα μούτρα της μάνας του γαμπρού και της αδερφής του μου άρεσε γιατί δεν γελάγανε καθόλου, ούτε που είχε ζέστη μου άρεσε και σκάγαμε κι εγώ είχα κοτσάρει το ροζ φουστάνι με τη κιπούρ δαντέλα και τη χρυσή μου ταυτότητα και ήμουνα σαν φασκιωμένη κι έσκαγα πιο πολύ κι ήθελα να πετάξω τις λευκές γόβες που μου είχανε πάρει για το γάμο και γενικά δεν ήθελα την τύχη μου κι όλο αει στο διάλο έλεγα από μέσα μου τόσες φορές που πήγαινε μόνο του πια. Ασε που είχανε και δυο ψάλτες που δεν ξέρανε τι τους γινότανε κι όλο γκαρίζανε της Αγιαπαρθένααααααςςςςςςς Μαρίαςςςςςςςςς και ως πρόβατοοοος απόλωλοοοοοος κι έλεγα από μέσα μου ότι αν δεν σκάσω από τη ζέστη θα σκάσω από το κακό μου και την αγραμματοσύνη αυτωνών που λέγανε άρες μάρες αλλά ευτυχώς ο παπάς ήξερε και τάλεγε σωστά.
Αφού τελείωσε καμμιά φορά αυτό το μαρτύριο και βγήκαμε στην αυλή της εκκλησίας ανεβήκαμε σε κάτι άλογα στολισμένα με κόκκινα σκεπάσματα ο Ντίνος η νύφη κι εγώ και πηγαίναμε σιγά σιγά βόλτα σε όλο το χωριό με τα βιολιά και τα λαούτα και μια κυρία να τραγουδάει γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς να μην τηνε μαλώνεις σαν γλάστρα με βασιλικό να τηνε καμαρώνεις κι όλος ο κόσμος πήγαινε με τα πόδια μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι του γαμπρού και κατεβήκαμε εμείς απ' τ' άλογα κι ο γαμπρός με τη νύφη ανοίξανε το χορό και δεν ξέρω πώς βρέθηκα να χορεύω κι εγώ και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου και η θεία μου η Δώρα και ο θείος μου ο Μπάμπης και ο παππούς μου ο Δημητράκης και η γιαγιά μου η Κασσιανή και η Μαριέττα μας κι άλλοι πολλοί που μας πατάγανε και γύριζε ένας μ' ένα δίσκο στη μέση του χορού με ποτήρια με κρασί κι έπρεπε να πιούμε όλοι κι εγώ ζαλιζόμουνα κι αυτοί με σπρώχνανε και με στενεύανε τα παπούτσια μου και μετά βρέθηκα με μια χοντρή κουβέρτα στον ώμο και μου ρίχνανε κάτι άλλα μάλλινα σεντόνια και χοντρές κουβέρτες πάνω μου και νόμιζα πως θα πεθάνω αλλά ευτυχώς πρόλαβε ο μπαμπάς μου και με σήκωσε και μ' έβαλε σε μια γωνιά και μου έδωσε νερό να συνέλθω και μετά έβαλα τα κλάμματα και του έλεγα πάμε να φύγουμε από δω αυτοί θέλουνε να με πλακώσουνε με τις κουβερτάρες καλοκαιριάτικα να με σκάσουνε και δεν με χωνεύει η νύφη και δεν θέλω να με βάζουνε με το ζόρι στ' άλογα αυτοί και να μας αγριοκοιτάει η μάνα του γαμπρού. Και ο μπαμπάς μου μου είπε ότι τις κουβέρτες μου τις βάζουνε πάνω μου επειδή είμαι κουμπάρα και μου τις κάνουνε δώρο και κάπως ησύχασα.


Τελικά επειδή δεν βλέπαμε πουθενά τη μαμά μου και τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τους άλλους μπήκαμε μέσα στο σπίτι του γαμπρού και τους βρήκαμε όλους εκεί με τη μάνα του γαμπρού και την αδερφή του και η μάνα του γαμπρού έλεγε γιατί μας το κάνατε αυτό τέτοια προσβολή και τι θα πούμε τώρα στον κόσμο και ντροπή και ξανά ντροπή και οι άλλοι την κοιτάγανε καλά καλά και η γιαγιά μου η Κασσιανή φύσαξε και ξεφύσαγε και ο παππούς μου ο Δημητράκης είχε γίνει κατακόκκινος σαν παντζάρι και η μαμά μου του έλεγε μη συγχίζεστε πατέρα κι αυτός έλεγε άσε με παιδί μου είναι πράματα αυτά δεν είμαστε στα καλά μας και τέτοια ακαταλαβίστικα και η μάνα του γαμπρού το βιολί της γιατί μας κάνατε τέτοια ντροπή και προσβλήθηκε εμένα το σπίτι μου. Εγώ ήθελα να φύγουμε και δεν με ένοιαζε τι λέγανε αυτοί αλλά κάτι άκουσα για βρακιά και σώβρακα και ρώτησα τη Μαριέττα μας τι λέει αυτή η βλαμμένη και μου είπε ψυθιριστά ότι δεν είχαμε φέρει σώβρακο του γαμπρού και βρακί της νύφης και είχανε θυμώσει. 
Και τότε άρχισε η γιαγιά μου η Κασσιανή που φύσαγε και ξεφύσαγε να λέει της μάνας του γαμπρού και δεν μας τόλεγες χριστιανή μου ότι δεν είχε σώβρακα ο γιός σου κι έπρεπε να του φέρουμε μια δωδεκάδα θα τούφερνα και η μάνα του γαμπρού άρχισε να τσιρίζει ότι εμένα ο γιός μου τάχει όλα του και τα σώβρακά του και όλα τα καλά του αλλά έτσι είναι το έθιμο κι εσείς δεν το κάνατε και γίναμε ρεζίλι σ' όλο το χωριό που περίμενε να δει το σώβρακο του γαμπρού και το βρακί της νύφης που τα φέρνει ο κουμπάρος και πρέπει νάναι μεγάλα και μπόλικα και τώρα τι θα τους δείξουμε που ρεζιλευτήκαμε γιατί δεν ξέρατε τι σας γίνεται και μας κουβαλήσατε μαστραπάδες και γυαλικά απ' το γυαλοπώλη κι όχι τα πρέποντα κατά τα εθίματά μας και γυαλικά αγοράζω όσα θέλω απ' τον έμπορα που περνάει αλλά το σώβρακο και το βρακί του νουνού δεν μπορώ να τα κάνω μόνη μου κι εμείς είμαστε πολύ εντάξει γιατί τόσες κουβέρτες της νεροτριβής και σεντόνια καραμελλωτά βάλαμε στην κουμπάρα κι εσείς ένα βρακί δεν ήσασταν άξιοι να φέρετε.

Τότε έγινε ένα πράμα που δεν ξέρω τι ήτανε ακριβώς αλλά έγινε όπως φυσάει πολύ και ξεριζώνει τα δέντρα το χειμώνα κάπως έτσι. Ο παππούς μου ο Δημητράκης άρχισε να γκαρίζει βρε αναχαθείτε ζώα που θα μου πεις εμένα τέτοια πράματα που ξελουριστήκαμε να κάνουμε τόσα έξοδα κι ευχαριστώ δεν έχετε παρά κοιτάτε τα σώβρακα και τα βρακιά κι αν είχατε τέτοια έθιμα να μας το λέγατε όχι να κρεμάτε τα μούτρα σας και να μας προσβάλλετε και να λέτε τόσα πράματα που σας κουβαλήσαμε μαστραπάδες κι ο μπαμπάς μου είπε πάμε να φύγουμε αμέσως και η γιαγιά μου η Κασσιανή φώναζε τι να σου πω κυρά μου τέτοια πράματα ούτε στον εφιάλτη μου δεν τάχω δει αχάριστοι άνθρωποι και η μαμά μου έλεγε πάμε να φύγουμε αμέσως όπως ο μπαμπάς μου κι εγώ είπα βρε αει στο διάλο δυνατά κι όχι από μέσα μου γιατί ήθελα να το πω και κόντευα να σκάσω και μετά βρεθήκαμε όλοι στην Ποντικάρα και γυρίσαμε σπίτι μας σκασμένοι και σ΄όλο το δρόμο αυτά συζητάγανε και λέγανε και λέγανε τα ίδια και τα ίδια και κόντευε να με πάρει ο ύπνος μέχρι που άκουσα τη γιαγιά μου την Κασσιανή να λέει εγώ φταίω που έβαλα και το παιδί με το ζόρι να τους παντρέψει τους σιχαμένους αλλά τι περιμένεις από ανθρώπους που τους κάναμε τέτοιες πορσελάνες κι αυτοί θέλανε σώβρακα και βρακιά ήμαρτον Κύριε και τότε έπεσε ένα γέλιο μα ένα γέλιο μέσα στην Ποντικάρα και η Μαριέττα μας φώναζε ... "Μπα σε καλό σου κυρία τώρα που κατούρησα και το δικό μου βρακί απ΄τα γέλια θα μου πάρεις καινούργιο μη θυμώσω κι εγώ;" ....


Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα !!! 
Και τις κουβέρτες πάνω στον καυγά δεν τις πήραμε μαζί μας. Τις αφήσαμε πεσκέσι του γαμπρού που δεν του πήραμε το σώβρακο.....













23 σχόλια:

  1. Xaxaxaxaaa.....βρε τι πάθατε και σεις ,τι πάθανε και αυτοί...Πρώτη φορά το ακούω αυτό το πράγμα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. α το ξέρω αυτο το έθιμο ,σε ένα νησι των Δωδεκανησων πριν το γαμο εδειχναν τα βρακιά τους σε όλους ,δεν πίστευα στα ματια μου!!!!! χαχαχαχαχα
    πολύ ωραια ιστορία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΜΟΣΧΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ23 Νοεμβρίου 2014 στις 9:24 μ.μ.

    χαχαχαχα!!!!! Απολαυστικότατο!!! Αλλά εμείς τα βρακιά τ'απλώσαμε από μόνοι μας,δεν είχαμε ανάγκη τον κουμπάρο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είδες Μόσχα μου έθιμα; Αυτοί τα θέλανε απ' τους κουμπάρους !!!

      Διαγραφή
  4. Απαντήσεις
    1. Vero tutto vero !!! Απόλυτα αληθινό Αρη μου !!!
      Συγκλονιστική εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ χαχαχαχχαχαχα

      Διαγραφή
  5. Ξεράθηκα στα γέλια με την ιστορία σου, Σόφη μου!!!! Και να ξέρεις ότι την διάβασα όλη από το κινητό μου γιατί χθες δεν είχα πρόσβαση σε υπολογιστή!!!!
    Πρώτη φορά διάβασα γι αυτά το έθιμο με τα σώβρακα...χαχαχα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Έχω λιώσει, τα γέλια μου ακούγονται μέχρι απέναντι!!!!!
    Θυμάμαι τις κατάρες και το βρισίδι που έριξε μια φίλη μου στο νονό του παιδιού της, επειδή είχαν έθιμο να πηγαίνει και δεύτερο κουστουμάκι και παπούτσια για τη βάφτιση, να πληρώσει και τα γλυκά και το τραπέζι Ο έρμος πήγε στο χωριό με το κλασικό σετ κι έγινε ένας παρόμοιος χαμός, όπως σε σας.
    Όταν μου τα είπε έμεινα κάγκελο βέβαια και της είπα ότι πρώτη φορά το ακούω και δεν τα έχουμε αυτά, τα έσυρε και σε μένα! χα χα χα!

    Σε φιλώ Σοφάκι μου, να 'σαι πάντα καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Γέλιο μέχρι δακρύων!
    Είναι πρωί και ήρθαν να δουν μη και τρελάθηκα η έρμη!!!!
    Εμ, και εσείς δεν κάνατε γάμο στη Σαλαμίνα να υπερεκτιμήσουν τα χρυσά στολίδια, όχι για το σερβίτσιο και την αξία τους ιδέα δεν θα είχαν! Αρκεί που θα έλαμπε το χρυσάφι !!!

    Σοφία μου, ακόμα γελάω... να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. καταπληκτική ιστορία! την καταχάρηκα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Έπεσα κάτω από τα γέλια!
    Απίστευτη ιστορία!!
    Κάθε φορά που γράφεις, πέρα από το χιούμορ που όλοι απολαμβάνουμε, έχεις και στοιχεία μιας ολόκληρης εποχής!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μα πόσο υπέροχο! Απόλαυσα κάθε δευτερόλεπτο ανάγνωσης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλώς ήρθατε !